(Ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ μικροῦ ἀγγέλου της.)
Προχθὲς ἀκόμη—Συμφορά! εὐτυχισμένη σ’ εἶδα, στὸ πρόσωπό σου τὴν χαρά, στὰ στήθη τὴν ἐλπίδα. Κ’ ἕν’ ἄγγελο στὴν ἀγκαλιά, ποῦ ἡ γλυκειὰ ματιά του, μὲ τῆς Ἐδὲμ τὴν ἀντηλιὰ μᾶς ’θέρμαινε ’δὼ κάτου. Σήμερα, πόθεν τὸ πολύ, τὸ παγερὸ σκοτάδι, κ’ ἡ πένθιμη αὐτὴ στολή, ἡ μαύρη σὰν τὸν ᾍδη; Τὰ δάκρυά σου, σὰν βροχὴ ῥαντίζουν ἕνα μνῆμα— Μὴ βυθισθῇς, θερμὴ ψυχή, σ’ ἀπελπισίας κῦμα!