Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/150

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
138




ΗΛΙΑι ΤΑΝΤΑΛΙΔΗι.

(Τῷ ἀειμνήστῳ Διδασκάλῳ.)

Ἀκοῦς τ’ ἀηδόνια στὸ βουνό, πῶς συνερίζουν πάλι;
Ἀκοῦεις, πῶς τὸ σήμαντρο τὴν προσευχή του ψάλλει
στῆς Παναγιᾶς τὴν ἐκκλησιά;
Σήκω, πατέρα! ’Κούμβησε στ’ ἀσθενικό μου χέρι,
νὰ ’βγοῦμε ν’ ἀναπνεύσουμε τὴν αὖρα, ποῦ μᾶς φέρει
πρωτομαγιάτικη δροσιά.

Σήκω, καὶ σ’ ἔφερα χλωρό, μαγιάτικο λουλοῦδι·
κ’ ἕνα καινούριο σ’ ἔγραψα, σὰν τὤθελες, τραγοῦδι,
μ’ ἕνα πρωτόβγαλτο σκοπό,
καὶ ἦλθα καὶ σοῦ τὤφερα στὸ κρύο σου κρεββάτι,
καὶ κλαίω νὰ μὲ λυπηθῇς, νὰ σηκωθῇς κομμάτι,
ν’ ἀκούσῃς πῶς θὲ νὰ σ’ τὸ πῶ:

Ξανὰ ’στολίσθηκεν ἡ γῆ κι’ ἀνθῆσαν τὰ λιβάδια·
καὶ βόσκουν στὴν ἀκρογιαλιὰ τ’ ἀσπρόμαλα κοπάδια,
στὸν ἦχο τῆς φλογέρας.
Κ’ ἡ νιαίς, ποῦ σοῦ ’μαζεύανε τὰ δροσερὰ λουλούδια
σκορπίζουνε τὰ μαγικὰ τῆς λύρας σου τραγούδια,
στὴν δύση τῆς ἡμέρας.