Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/144

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
132


Καὶ σὰν ῥωτήσῃ τὰ πουλιά, τὸ κῦμα σὰν ῥωτήσῃ,
ἂς τῆς εἰποῦν "Ἐμίσεψε κ’ ἀργὰ θενὰ γυρίσῃ
ἀπὸ τὴν νέα ξενητειά.
Ἐμίσεψε σὲ μακρυνό, σὲ ξεχασμέν’ ἀστέρι·
μὰ κι’ ἀπ’ ἐκεῖ θὰ τῆς φιλᾷ τὸ σπλαχνικό της χέρι,
’σὲ κάθ’ ἀσύννεφη νυχτιά."

Ἂς ’ποῦν "Ψυχαὶς ’ξορίσθηκαν ’κεῖ κάπου κολασμέναις·
καὶ τώρα ’μετανοιώσανε κ’ ἐκλαῖγαν ᾑ καϋμέναις,
’χύναν τὸ δάκρυ σὰν δροσιά,
καὶ τὤστειλε χαρούμενο νὰ ταὶς παρηγορήσῃ·
νὰ ταὶς κηρύξῃ τὸν Χριστό, ποῦ θὰ ταὶς συγχωρήσῃ,
ἡ μάνα του ἡ Ἑκκλησιά"...

Καὶ σεῖς, ἀδέρφια, σκάψετε κι’ ἀνοίξετέ μου μνῆμα·
καὶ βάλτε με νὰ κοιμηθῶ κοντὰ στὸ Ἅγιο-βῆμα,
ὀπίσ’ ἀπὸ τὸ Ἱερό.
Κι’ ἂν δὲν σᾶς φαίνεται βαρειὰ μιὰ ὑστερνή σας χάρη,
βάλτε βιβλία καὶ κερί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι
στὸ μαραμένο μου πλευρό.

Νὰ γέρνω νὰ προσεύχουμαι, σὰν ἦναι λειτουργία·
νὰ μελετῶ τὰ γράμματα στ’ ἀγαπητὰ βιβλία,
ποῦ μὲ ’τυράννησαν πολύ·
νὰ φέγγῃ τὸ κερὶ χλωμὰ στὸν σκοτεινό μου τάφο,
να γράφω στὴν μανούλα μου, στ’ ἀδέρφια μου νὰ γράφω
ἀτέλειωτην ἐπιστολή!