Τῆς Θρᾴκης τὰ χωριὰ πολλά,
σὰν τὴν Βιζώ, κανένα,
μὲ γειτονειὰ στὰ χαμηλά,
ποῦ Πλάτσα τήνε λένα.
Στῆς Πλάτσας τὴν ἀγελαριὰ
μιὰ πέτρα, ’να κοτρῶνι·
δίπλα στὴν πέτρα μιὰ γρῃὰ
τὴν φούχτα της ἁπλόνει:
—Ὤ, δῶστε μ’ εὔσπλαχνη καρδιὰ
ἕν ἄσπρο καὶ σ’ ἐμένα,
νὰ μνημονέψω τὰ παιδιά,
ποῦ μ’ ἔχουν ’σκοτωμένα!—
Ἀνεμοζάλαις τὴν χτυποῦν,
φουρτούναις τήνε δέρνουν·
καὶ τὰ φακιόλια της ἀρποῦν,
καὶ τὰ μαλιά της σέρνουν.
Μά, σὰν τὴν πέτρ’ αὐτὴ στεριά,
δὲν σειέται, δὲν σαλεύει,