Κι’ ἂν θέτε κι’ ἄλλα, αὐτός, τ’ ὀμόνω,
θὰ σᾶς τὰ φέρῃ στὴν στιγμή.
Ἀφῆστε τὴν ζωή μου μόνο,
ἀφῆστε μόνο τὴν τιμή!
Γιατὶ μιὰ κόρη κολασμένη
πῶς νὰ καλέσῃ στὰ χωριά:
—Φέρτε τὰ στέφανα, φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει;—
’Ψηλὰ στὴν ὄχθη γονατίζει,
νομίζει κάποιος τὴν κρατεῖ.
Κάποιος τὴν μάχεται νομίζει,
νὰ τὸν ξεφύγ’ ἀδυνατεῖ.
Καὶ κράζει, μ’ ὄψ’ ἀπελπισμένη
καὶ μὲ νεκρόχλωμη θωριά:
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!
Ἀπὸ τὴν ὄχθη ξεπετιέται,
πέφτει στῆς λίμνης τὰ νερά!
Ἡ λίμν’ ἀνοίγει καὶ σκορπιέται,
καὶ ξανακλείει θλιβερά!..
Κ’ ἔξ’ ἀπ’ τὴν ἄβυσσο δὲν μένει
παρὰ ἡ φωνή της ἡ βαρειά:
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!..