Ἡ στάνη ’γένηκ’ ἄνου κάτου,
ἄνου καὶ κάτου τὸ χωριό!
Τρέχ’ ὁ γαμβρὸς μὲ τ’ ἃρματά του,
τρέχ’ ὅλο τὸ συμπεθεριό,
γιὰ νὰ γλυτώσουν τὴν κλεμμένη
ἀπὸ τ’ ἀνήμερα θεριά.
—Ποὖναι τὰ στέφανα καὶ τὰ κεριά,
καὶ ποὖν’ ἡ νύφ’ ἡ παινεμένη;
Τοὺς ’μέθυσεν ὁ στολισμός της,
τ’ ὡραῖο σῶμά της καὶ νιό·
’σκοτῶσαν τὸν γαμβρὸν ἐμπρός της,
’σφάξαν τὸν γέρο της γονιό·
καὶ τὴν ἐσύραν ζαλισμένη
μέσ’ στὰ βουνὰ τὰ μακρυά!
—Ποὖναι τὰ στέφανα καὶ τὰ κεριά;
Ποὖν’ ὁ γαμβρὸς ποῦ περιμένει;
Τὸν εἶδε λείψανο ’μπροστά της,
σὰν τὴν ἐσέρναν μὲ σπουδή.
Ἐσάλεψαν τὰ λογικά της,
θαρρεῖ πῶς ζῇ, καὶ τραγουδεῖ:
—Παρακαλῶ γονατισμένη,
πάρετε μ’ ὅλα τὰ φλουριά,
καὶ φέρτε στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!