Ἀπὸ παιδὶ τὸν ἀγαποῦσε·
κ’ ἦταν ὁ γάμος Κυριακή.
Λευκονδυμένη ’καρτεροῦσε
νὰ μαζευθοῦν οἱ χωρικοί,
νἀρθοῦν οἱ φίλ’ οἱ καλεσμένοι
ἀπὸ τὰ ’λόγυρα χωριά.
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!
Θωροῦν καπνούς, ἀκοῦν τουφέκια—
Ἔρχετ’ ἡ νυμφικὴ πομπή.
Ἀκοῦν φωναὶς καὶ τουμπελέκια:
Ἀνοίξτ’! Ἀνοίξετε νὰ ’μβῇ!
Εἶν’ οἱ παππάδες φορεμένοι,
κ’ εἶναι πολλή ἡ ἀργοποριά,
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!
Ἀνοίγ’ ἡ θύρα καὶ κυττάζουν—
Βόηθα Χριστὲ ἀπ’ τὸν οὐρανό!
Δεξιὰ ζερβιά οἱ Τοῦρκοι σφάζουν
ὅποιον εὑροῦνε Χριστιανό!..
Τοὺς Ῥούσσους φεύγουν νικημένοι,
καὶ καίγουν τ’ ἄφταιστα χωριά—
Κρύψτε τὰ στέφανα καὶ τὰ κεριά,
γιατ’ εἴμασθ’ ὅλοι ’σκοτωμένοι!