Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/130

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
118


Ἡ νύφη, σκέλεθρο γρῃά,
εἶχε σὰν σπίθαις βλέμματα,
χλωμὰ δαχτύλια, μακρυά,
καὶ μέσ’ στὰ ’νύχια γαίματα!
Τὸν σύντεκνο τοῦ κάνει,
τοῦ κάνει τὸν παππᾶ,
καὶ βιαστικὰ τὸν πιάνει
καὶ παίρνει τον, καὶ πᾷ!

Σ’ ἕνα παλάτι τὸν τραβᾷ—
Δυὸ τρεῖς τοὺς ἀπαντέχουνε.
Στὰ χέρια ὄργανα βουβά,
τὰ δάκρυά τους τρέχουνε.
Διαβαίνει τὸ ζευγάρι,
τὸ λὲν «ὥρα καλή!»
κ’ ἕνα τσαπὶ και φτυάρι
τὸ πόρταλο σφαλεῖ!...

Θεέ μου! Κλαίγω καὶ θρηνῶ,
’σπλαχνίσου τὴν ταιλάπωρη,
καὶ φύλαγέ μου τ’ ὀρφανὸ
στὴν ξενητειὰ τὴν ἄπορη!
Καὶ δῶσε νὰ φιλήσω
τ’ ἀγόρι μου ξανά,
πρὶν ἢ γιὰ πάντα κλείσω
τὰ μάτια μου τ’ ἀχνά!