Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/129

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
117




ΤΟ ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ.

—Βοριὰς μαλόνει καὶ βαρᾷ
τὰ πεῦκα, ποῦ βογγίζουνε·
φουρτούνα σκούζει στὰ νερά,
καὶ κυματοῦν κι’ ἀφρίζουνε.
Ἦλθ’ ὁ χειμὸς καὶ σέρνει
τὰ φύλλ’ ἀπ’ τὰ κλαδιά,
κι’ ἀνήσυχη μοῦ δέρνει
τὰ στήθια ἡ καρδιά.

Γιατ’ ἔχω γυιὸ στὴν ξενητειά—
Καιροὺς ποῦ δὲν μ’ ἐμήνυσε!
Καροὺς τηρῶ μ’ ἀχνὴ ’ματιὰ
τὴν στράτα ποῦ ’ξεκίνησε!
Κ’ ἐψὲς ἀργὰ τὸν εἶδα,
’σὲ ὄνειρο βαθύ
—Τὴν ὑστερνή μ’ ἐλπίδα—
σὰν νἆχε ’πανδρευθῆ.