Ἐκεῖ, μὲ ’σήκωσε χλωμό,
σὰν ἔκλαια μιὰ ’μέρα,
τὸ χέρι τοῦ πατέρα,
ποῦ μ’ ἐφιλοῦσε μὲ καϋμό.
Πῶς μ’ ἦρθε μιὰ κρυφὴ χαρά!
Εἶπα πῶς θὰ μὲ δώσῃ
καμμιὰ κουλούρα, τόση,
ποῦ νὰ χορτάσω μιὰ φορά!
Μὰ ’κεῖνος μ’ ὄψη νεκρικὴ
σὲ βάρκα μ’ ἔχει βάλει·
καὶ ὁ βαρκάρης πάλι
’σὲ μιὰ φεργάδα τουρκική.
Καὶ μ’ ἔχουν φέρει μοναχὸ
ναὑρῶ ψωμὶ νὰ φάγω·
ναὑρῶ ψωμὶ νὰ ’πάγω
καὶ στὸν πατέρα τὸν φτωχό!..—
Ὤ, ’σπλαχνισθῆτε τὸ μικρό!
Δότε ψωμὶ νὰ φάγῃ,
ψωμάκι νὰ τοῦ ’πάγῃ,
πρὶν τὸν εὑρῇ κι’ αὐτὸν νεκρό!