γιατὶ θὰ τὸ κορώσῃ
ὁ ἥλιος κ’ ἡ ψημένη γῆ...
Τὰ ῥοῦχά μου τὰ γιορτερά,
—Πῶς τὰ θυμοῦμ’ ἀκόμα!—
τὸ ’πάπλωμα, τὸ στρῶμα,
τὰ ’δώσαμε στὸν ἀλευρά.
Τὴν μάνα μου μιὰ χαραυγή,
σὰν δάφνη μαραμένη,
—’Πεινοῦσεν ἡ καϋμένη!—
τὴν ’θάψαμε στὴν μαύρη γῆ!..
Πῶς μ’ ἐγελοῦσεν ὁ παππᾶς!
Μὲ εἶπε,—Θὰ σὲ φέρῃ
ἀπ’ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι
ψωμάκι, κι’ ὅ,τι ἀγαπᾷς.—
Κ’ ἐπῆγα τόσαις πρωϊναῖς
στὸ μαῦρό της τὸ μνῆμα
κ’ ἐφώναξα: (Τί κρῖμα!
Ἦσαν ἀδύναταις φωναίς.)
—Πεινῶ, μανούλα μου, πεινῶ!
Ἔβγαξ’ ἀπὸ τὸ χῶμα!
Δὲν ἔψησαν ἀκόμα
κἄνα ψωμὶ στὸν οὐρανό;..—