Ὅπου θαρριέται γιὰ καλό,
καὶ δίχως διάκι’ ἀνοίγεται,
τὸν ’βρίσκ’ ἡ μπόρα στὸν γιαλό,
καὶ ναυαγεῖ καὶ πνίγεται.
Ὅπου σκαρόνει μιὰ φωλιὰ
σ’ ἕν’ ἄστατο κοτρῶνι,
πρὶν ἢ καθήσῃ μιὰ σταλιά,
γυρνᾷ καὶ τὸν πλακόνει.
Ὅπου γλυστρήσῃ, ἂν πιασθῇ
στῶν ἀλλωνῶν τὴν ἀθρωπιά,
θὰ τὸν σκουντήσουν νὰ χαθῇ,
νὰ μὴν ὀρθοπατήσῃ πιά.
Χαρά στον, ποὺ δὲν ἀρμενᾷ,
κ’ ἔχει στεριὸ τὸ σπίτι του·
κι’ οὐδὲ τὸν ξένο προσκυνᾷ,
οὐδὲ τὸν συντοπίτη του!