τὰ βάλλουν ὅσοι τους γερνοῦν,
καὶ στὴν ζωὴν ἐμβαίνουν,
σὰν νἆσαν κοπελούδια.
Τὰ βάλλουν τὰ μικρὰ παιδιὰ
στὸ τρυφερὸ στηθάκι,
καὶ τοὺς φτερόνετ’, ἡ καρδιά,
σὰν νἄτανε πουλάκι
π’ ἀνάθρεψαν μὲ γνώση.
Γι’ αὐτὸ μ’ ἀγάπη φθονερὴ
τὸ δένδρο μ’ εἶχα κρύψει,
μὴ ’μβῇ σκουλῆκι καὶ τὸ ’βρῇ,
μαμμοῦδι καὶ τοῦ ῥίψῃ
κἀν’ ἄνθος, πρὶν μεστώσῃ.
Τὸ εἶχα κρύψ’ ἀπ’ ὁλουνούς,
ἀπὧνα μόνον ὄχι.
—Δὲν μοῦ τὸ ἔβαζεν ὁ νοῦς
πῶς, μὲ ταὶς χάραις πὤχει,
ἐνάντιο μου τὸν εἶχα!—
Μ’ ἕνα μαχαῖρι δυνατὰ
μοῦ ’τρύπησε τὰ στήθη!
Ἡ θλίψη ταὗρεν ἀνοιχτά,
κ’ ἐμβῆκε κ’ ἐκρυβήθη
στοῦ δένδρου μου τὴν ψύχα.