Ἔβγα ν’ ἀκούσῃς τὸ πουλί, ποῦ μέσ’ στὸν κῆπο κλαίει: Τὴν ἀπιστία σου λαλεῖ, τὴν συμφορά μου λέγει. Καὶ τὸ ἀκοῦνε τὰ κλαδιά, τὰ λούλουδα τ’ ἀκοῦνε, καὶ τοὺς μαραίνετ’ ἡ καρδιά, καὶ πλέον δὲν ἀνθοῦνε!