Ἄμοιρη κόρη καὶ φτωχή, πῶς νὰ τοῦ γείνω ’ταῖρι; Μι’ ἄλλη τὸν ἔκαμ’ εὐτυχῆ μ’ ἕνα γεμάτο χέρι. ’Γὼ μόνο μιὰ καρδιὰ πιστὴ εἶχα νὰ τὸν χαρίσω. Τώρα ῥαγίσθηκε κι’ αὐτή— Πάρ’ μού την, Πλάστη, ’πίσω!..