Ἡ καρδιά μου ταξιδεύει
μὲ τῶν πόθων τὰ φτερά:
Νὰ σὲ ξαναδιῇ γυρεύει,
νὰ σὲ εὕρῃ λαχταρᾷ.
Ὅλα τ’ ἄνθη ἐρωτάει
καὶ τὰ πράσινα φυτά,
τὰ τριαντάφυλλα τοῦ Μάη
μὴ σὲ εἶδαν ἐρωτᾷ.
Ὅλ’ ἀκοῦν καὶ σιωποῦνε
καὶ στενάζουν λυπηρά:
Νὰ προφέρουν δὲν ’μποροῦνε
πῶς σὲ εἴδανε, σκληρά.
Ὅμως μιὰ γρῃὰ τσικνίδα
ἀποκρίνεται βιαστή:
—Χά! Ἐκείν’ ἐγὼ τὴν εἶδα
μ’ ἕναν ἄλλον ἐραστή!
Τοὺς ἐφώτιζε τ’ ἀστέρι,
τὸ φεγγάρι σιγηλό,