Ἐψὲς εἶδα στὸν ὕπνο μου
ἕνα βαθὺ ποτάμι,
—Θεός νὰ μὴν τὸ κάμῃ
νὰ γειν’ ἀληθινό!—
Στὴν ὄχθη του ’στεκόντανε
γνωστό μου παλληκάρι,
χλωμὸ σὰν τὸ φεγγάρι,
σὰν νύχτα σιγανό.
Ἀγέρας τὸ παράσπρωχνε
μὲ δύναμη μεγάλη,
σὰν νἄθε νὰ τὸ ’βγάλῃ,
ἀπ’ τῆς ζωῆς τὴν μέση.
Καὶ τὸ νερό, π’ ἀχόρταγα
τὰ πόδια του ’φιλοῦσε,
θαρρεῖς τὸ ’προσκαλοῦσε
στ’ ἀγκάλια του νὰ πέσῃ.