Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
90
Μονάχα ἕν’ ἀστέρι
βαθιὰ στὸν οὐρανό,
τὸν ἦχο δὲν ’ξέρει
κι’ ἀφέθηκε μονό.
Εἶν’ ἄθωρ’ ἡ θωριά του,
κ’ ἡ λάμψη του θολή,
καὶ ’μοιάζ ἡ ’ματιά του
σὰν νἄκλαψε πολύ.
Τ’ ἀδέρφια τ’ ἀγναντεύει—
Κανεὶς δὲν τὸ ψηφᾷ.
Κι’ ἂν δὲν τὰ ζηλεύῃ,
μὰ θλίβεται κρυφά.
Κ’ ἡ θλίψη κ’ ἡ ὀδύνη
βαραίνουν τὸ φτωχό,
καὶ πέφτει καὶ σβύνει
στὸ κῦμα μοναχό!
Ποῦ πᾷς, δικό μ’ ἀστέρι,
στὸν ἄφωτο βυθό;
Καρτέρει, καρτέρει,
κ’ ἐγώ σ’ ἀκολουθῶ!