Σελίδα:13 Σονέττα (Ραμάς 1916).djvu/9

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
2

Στὸ λόφο ποὺ μᾶς ἄρεζε νὰ μένομε μονάχοι
Κι ἡ σιγαλιὰ μᾶς χάϊδευεν ἁπαλινὰ τὰ μύχια,
Τώρα τὰ ὄρνια μὲ βραχνὲς κραξιὲς κι ἁρπάγια νύχια,
Κι ἄγρια τὸ θῦμα σπάραζαν, κι ἄγρια κρατοῦν ἀμάχη.
Καὶ τῆς νοτιᾶς ἡ καταχνιὰ σέρνεται ράχη ράχη,
Κ’ ἐκεῖ ποὺ σιάχνει στὴ σταχτιὰ πλαγιὰ Κυκλώπεια τείχια,
Τὴν ξένουν οἱ ἀλαφρὲς πνοές, καὶ ξέφτια—πολυτρίχια—
Κρεμιόνται στὶς μαβιὲς κορφές, στὰ μολυβιὰ τὰ βράχη.
Κ’ ἔστρεψα ἀράθυμη ματιά, κι οἱ πίκρες τὴ βαραῖναν,
Κι εἶδα τοῦ κάμπου τὰ χωριὰ ν’ ἀχνίζουν μέσ’ στὴν πάχνη,
Καὶ γύρο ἀπ’ τὸ πευκόδασο μοῦ νεῦαν καὶ σωπαῖναν
Ἴσκιοι χλωμοί, οἱ παληὲς χαρὲς ποὺ χάρηκες μ’ ἐμένα.
Κ’ ἔρμη ψυχή! σὰ μέλισσα ποὺ τὴν κρατάει ἡ ἀράχνη
Στὸ δίχτυ, ὅμοια παράδερνες μέσα στὰ περασμένα.