ΜΕΡΟΣ 1
Άρθρο 1
Ο προσφεύγων θα γνωστοποιεί στη γραμματεία ότι τα μέρη παραπέμπουν προς διαιτησία τη διαφορά δυνάμει του άρθρου 27. Η γνωστοποίηση θα αναφέρει το αντικείμενο που παραπέμπεται προς διαιτησία και θα περιλαμβάνει, συγκεκριμένα, τα άρθρα της Σύμβασης ή του πρωτοκόλλου, η ερμηνεία ή η εφαρμογή των οποίων αμφισβητείται. Αν τα διάδικα μέρη δεν συμφωνήσουν για το αντικείμενο της διαφοράς πριν από το διορισμό του προέδρου του δικαστηρίου, το διαιτητικό δικαστήριο θα προσδιορίζει το εν λόγω αντικείμενο. Η γραμματεία θα διαβιβάζει τις λαμβανόμενες πληροφορίες σε όλα τα Συμβαλλόμενα Μέρη της παρούσας Σύμβασης ή του υπόψη πρωτοκόλλου.
1. Σε διαφορές μεταξύ δύο μερών, το διαιτητικό δικαστήριο θα αποτελείται από τρία μέλη. Κάθε μέρος της διαφοράς θα υποδεικνύει ένα διαιτητή και οι τοιουτοτρόπως υποδειχθέντες διαιτητές θα ορίζουν, με κοινή συμφωνία, τον τρίτο διαιτητή, ο οποίος θα είναι και ο πρόεδρος του δικαστηρίου. Ο τελευταίος είναι διαφορετικής εθνικότητας από αυτές των δύο μερών της διαφοράς, δεν θα έχει το συνήθη τόπο κατοικίας του στο έδαφος ενός από τα εν λόγω μέρη, ούτε θα είναι υπάλληλός του, ούτε θα έχει ασχοληθεί με την περίπτωση αυτή υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα.
2. Σε διαφορές μεταξύ περισσοτέρων των δύο μερών, τα μέρη με κοινά συμφέροντα θα υποδεικνύουν από κοινού ένα διαιτητή κατόπιν συμφωνίας.
3. Κάθε χηρεύουσα θέση πληρούται με τον τρόπο που προβλέπεται στον αρχικό διορισμό.
1. Αν ο πρόεδρος του διαιτητικού δικαστηρίου δεν έχει οριστεί δύο μήνες μετά από την υπόδειξη του δεύτερου διαιτητή, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, μετά από αίτημα ενός μέρους, θα διορίσει τον πρόεδρο μέσα σε πρόσθετη δίμηνη προθεσμία.
2. Αν ένα από τα μέρη της διαφοράς δεν υποδείξει διαιτητή μέσα σε δύο μήνες από την παραλαβή του αιτήματος, το άλλο μέρος μπορεί να ενημερώσει το Γενικό Γραμματέα, ο οποίος θα προβεί στον ορισμό προέδρου, μέσα σε πρόσθετη δίμηνη προθεσμία.
Το διαιτητικό δικαστήριο θα εκδίδει τις αποφάσεις του σε συμφωνία με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβάσης, κάθε σχετικού πρωτοκόλλου και της διεθνούς νομοθεσίας.
Το διαιτητικό δικαστήριο θα καθορίζει τους διαδικαστικούς κανόνες του, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν άλλως πως.
Το διαιτητικό διαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση ενός από τα μέρη, να συστήσει τη λήψη συντηρητικών μέτρων προστασίας.
Τα διάδικα μέρη θα διευκολύνουν τις εργασίες του διαιτητικού δικαστηρίου και, συγκεκριμένα, με κάθε μέσο που διαθέτουν και θα:
α) παρέχουν σ’ αυτό κάθε σχετικό έγγραφο, πληροφοριακά στοιχεία και διευκολύνσεις και
β) διευκολύνουν, όπου απαιτείται, την κλήση μαρτύρων ή εμπειρογνωμόνων και θα εξετάζουν τα μέσα αποδείξεως που προσκομίζουν.
Τα μέρη και οι διαιτητές αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προστατεύσουν την εμπιστευτικότητα κάθε πληροφορίας που λαμβάνουν κατά τη διάρκεια των εργασιών του διαιτητικού δικαστηρίου.
Οι δαπάνες του δικαστηρίου θα αναλαμβάνονται από τα μέρη της διαφοράς σε ίσα ποσά, εκτός αν το διαιτητικό δικαστήριο καθορίζει άλλως, λόγω των ειδικών περιστάσεων του θέματος. Το δικαστήριο θα καταγράφει όλες του τις δαπάνες και θα αποδίδει τον τελικό απολογισμό των δαπανών του στα μέρη.
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, που έχει έννομο συμφέρον στο αντικείμενο της διαφοράς και κρίνει ότι μπορεί να θιγεί από την απόφαση του δικαστηρίου επί της διαφοράς αυτής, μπορεί να παρέμβει κατά τη διαδικασία με την έγκριση του δικαστηρίου.
Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει και να αποφασίσει επί των ανταγωγών που απορρέουν άμεσα από το αντικείμενο της διαφοράς.
Αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου τόσο επί της διαδικασίας όσο και επί της ουσίας θεμάτων θα λαμβάνονται δια πλειοψηφίας των μελών αυτού,
Αν ένα από τα μέρη της διαφοράς δεν εμφανιστεί ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου ή παραλείψει να υπερασπισθεί την υπόθεσή του, το άλλο μέρος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να συνεχίσει τη διαδικασία και να εκδώσει απόφαση. Η απουσία ή η παράλειψη ενός μέρους για να προβάλει τους ισχυρισμούς του δεν αποτελεί εμπόδιο για τη διαδικασία. Πριν από την έκδοση της τελικής απόφασης, το διαιτητικό δικαστήριο πρέπει να σχηματίσει την πεποίθηση ότι η αγωγή είναι νόμω και ουσία βιώσιμη.