Σελίδα:ΦΕΚ Α 2 - 22.02.1833.pdf/4

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
8
OΘΩΝ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ἀπονέμομεν εἰς πάντας καὶ εἰς ἕνα ἕκαστον τῶν ὅσων ἤθελαν ἀναγνώσει ἢ ἀκούσει τὸ παρόν μας, τὰς προσρήσεις μας, καὶ γνωστοποιοῦμεν εἰς αὐτοὺς τὰ ἑξῆς·

Ἐπειδὴ διὰ τῆς συνθήκης, ἥτις, συμφωνηθεῖσα κατὰ τὴν 9-21 Ἰουλίου 1832 εἰς Κωνσταντινούπολιν μεταξὺ τῶν Πληρεξουσίων τῶν τριῶν Συμμάχων Αὐλῶν Γαλλίας, Μεγάλης Βρεταννίας καὶ Ῥωσσίας ἀφ’ ἑνός, καὶ τῆς Ὑψηλῆς Ὀθωμανικῆς Πόρτας ἀφ’ ἑτέρου μέρους, ἐπεκυρώθη διὰ τοῦ ὑπ’ Ἀρ. 52 Πρωτοκόλλου τοῦ ἐν Λονδίνῳ Συμβουλίου, κατὰ τὴν 30 Αὐγούστου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, καὶ διὰ τῆς κατὰ συνέπειαν τῆς ῥηθείσης συνθήκης παρὰ τῶν ἐπιτρόπων τῶν τριῶν Συμμάχων Δυνάμεων κατὰ τοὺς μῆνας Σεπτέμβριον, Ὀκτώβριον καὶ Νοέμβριον τοῦ παρελθόντος ἔτους γενομένης ὁροθεσίας, προσδιωρίσθησαν θετικῶς καὶ ἀμεταβλήτως τὰ σύνορα τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἐπειδὴ ἡ ἐκκένωσις ὅλων ἐκείνων τῶν ἐπαρχιῶν καὶ μερῶν, αἱ ὁποῖαι ἐννοούμεναι ἐντὸς τοῦ νέου Κράτους ἐδιοικοῦντο ἄχρι τοῦδε ἀπὸ ὀθωμανικὰς Ἀρχὰς, ἢ κατείχεντο ἀπὸ Ὀθωμανικὰ στρατεύματα, ἔπρεπε νὰ ἐνεργηθῇ κατὰ τὴν 31 Δεκεμβρίου 1832 τελευταίαν προθεσμίαν, ἀπεφασίσαμεν, δυνάμει τῶν χορηγηθέντων εἰς ἡμᾶς δικαιωμάτων διὰ τῶν 4 καὶ 5 ἄρθρων τῆς ἐν Λονδίνῳ Συνθήκης τῆς 7 Μαΐου ι832, νὰ διατάξωμεν νὰ κατασχεθῶσιν ὅλαι αἱ ῥηθεῖσαι ἐπαρχίαι ὀνομαστὶ, ἡ τῆς Ἀττικῆς, τῆς Εὐβοίας, τοῦ Ζητουνίου, καὶ ἐν γένει ὅλα τὰ λοιπὰ μεταξὺ τῶν κόλπων τῆς Ἄρτης καὶ τοῦ Βώλου κείμενα μέρη, τὰ ὁποῖα, διὰ τῆς συνθήκης τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῆς 9-21 Ἰουλίου 1832, καὶ διὰ τῆς κατὰ συνέπειαν γενομένης ὁροθεσίας, παρεχωρήθησαν ὁμοῦ μὲ ὅλας τὰς ἀνηκούσας εἰς αὐτὰ ἰδιοκτησίας, εἰς τὴν παντοτεινὴν καὶ πλήρη Κυριαρχίαν τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, καὶ νὰ ἀναδεχθῶμεν τὴν διοίκησίν των.

Ἐπιχειρίζομεν λοιπὸν, δυνάμει τῆς παρούσης δηλοποιήσεως, τὴν κατοχὴν ταύτην, καὶ ἀπαιτοῦμεν ἑπομένως καὶ περιμένομεν ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους καὶ ὑπηκόους τῶν ὑπὸ τὸ σκῆπτρόν μας ἤδη μεταβαινουσῶν ἐπαρχιῶν καὶ μερῶν, ὥστε εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μᾶς ἀναγνωρίσωσιν ὡς νόμιμον Βασιλέα καὶ ἡγεμόνα των, νὰ ἀπονέμωσιν πρὸς ἡμᾶς τὴν ἀνήκουσαν ὑπακοὴν καὶ πίστιν, νὰ ἐκπληρῶσιν, ἐν συνειδήσει καὶ καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν τὰ νόμιμα πρὸς ἡμᾶς καθήκοντά των ὡς ὑπήκοοι, καὶ νὰ κάμωσι τὸν ὅρκον τῆς πίστεως ὅτε προσκληθοῦν.

Δίδομεν δὲ εἰς αὐτοὺς τὴν ὑπόσχεσιν, ὅτι θέλομεν τοὺς ὑπερασπισθῆ πάντοτε εἰς ὅλα τὰ νόμιμα δικαιώματα καὶ τὰς ἐλευθερίας των, καὶ ὅτι θέλομεν ἔχει διηνεκῆ φροντίδα νὰ ἐπαυξήσωμεν τὴν εὐδαιμονίαν των.

Ἐνταυτῷ προσθέτομεν πανδημεὶ τὴν ὑπόσχεσίν μας, ὅτι θέλομεν ἐκτελέσει ἀκριβῶς ὅλας, ὅσας, διὰ τῆς ῥηθείσης