Πέφτει ὡς τόσο ἡ χλαλοή, σκορποῦν οἱ θρῆνοι,
κ' οἱ δυό, ὁ ἕνας τους στὸν ἄλλο μνήσκει ἀντίκρα.
Κι' ὤ! τραγωδίας ξύπνημα καὶ Θάνατε καὶ Πόθε!
Τραγοῦδι, ποῦ χτυπᾶς βαρειὰ στὰ τείχια πέρα, δῶθε
σὰ μιᾶς ἀνάβρας ξέσπασμα ἢ σὰ μιᾶς ζήσης τέλος—
Στὶς πολεμίστρες ἀμίλητη πομένει πάντα Ἐκείνη,
στὸ σαϊτόχορδο ἔχοντας τ' ἀνθρωποχτόνο βέλος,
κι' ὅλα βαρειὰ σὰν ἔρωτας φαντάζουν, κι' ὅλο πίκρα!
Κ' ἔτσι, καταμεσῆς ἀπ' τὰ πιστὰ τ' ἀσκέργια,
ἤχοι ἀνάλαφροι, πνοὲς ἀπ' τὰ παιγνίδια βγαίνουν.
Ἴδιο τραγουδιστὸ φῶς φεγγαριοῦ ἡ ραβανάστρα,
πάνω σὲ λόγια ποὺ λυγοθυμᾶν στὰ χείλια καὶ πεθαίνουν,
κι’ ἡ Γκόη, ἀγήτευτη δὲ μνήσκει πειὰ στ’ ἄπαρτα κάστρα.
Τὸ νοιώθει, καὶ σὰ ν’ ἄρχιζε σουρμένο μοιρολόϊ,
τ’ αὐτιά της κλεῖ ἀργὰ- ἀργὰ μὲ τὰ δυὸ χέργια,
καὶ τῶν χεργιῶν τ’ ἀνέβασμα αὐτό, χαμοῦ ἦταν σημεῖο...
Κι’ ὅμως, δὲν πάρθηκεν ἡ Γκόη.
Τώρα, σὲ μιά, ὁ γυρισμός, ψυχὴ παληκαρίσια,
δίνει ὁράματα μορφιᾶς ἀσάλευτης γι’ ἀγῶϊ.
Σὰ φλόγα τώρ’ ἀκοίμητη τὸν παραδέρνει αὐτόνα,
ἄλλος διπλὸς πρωτόφαντος, στεῖρος ἢ πλάστης πόνος,
Ἕνας, αὐτῆς π’ ἀντίκρυσε κ’ ἕνας δικός του, δύο.
Περιπλοκάδα ὁ στρατός, κεντᾶ τὴ στράτα ἴσια.
Κ’ οἱ περπατιάρικες στιγμὲς ποὺ ροβολᾶν μπροστά του,
σὲ κόσμους ξένους δείχνουν του, πὼς παραδέρνει μόνος.
Κι’ ἔτσι, σκιὲς ἀπέραντες, σὲ ἰδανικὴ μιὰ χλόη
ἁπλώνουνται στό αἰθέριό του αυτὸ βασίλεμμά του,
τ’ ἀγνάντεμά τους.. ὁ χαμός... τ’ ὄνειρο τ’ ὥνα.
Ἔχε γειά, Γκόη.
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΡΙΑΔΗΣ