ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΟΥΝΒΑΡ
Βέβαια, μάγια καὶ γητιὲς θάρριξες, Γκόη,
κι ὅλα τὰ σαραγκὶ καὶ τὰ σαντούρ,
ὕμνο γιὰ σένα ὁλημερὶς βαροῦν ἢ μοιρολόϊ,
γύρω καὶ μέσα στὴν Ἀνανταπούρ.—
Καὶ ξεγελᾶν τὸν Κούνβαρ ποῦ στ’ ἀχνάρια τους, καβάλλα
πάνω σὲ κάτασπρον ὁλόχρυσον ἐλέφα,
ἔρχεται μὲ ζουρνάϊ γλυκό, μ’ ἀλύγιστη πάλα,
ταμποῦρι τὴν ἀποθυμιὰ νὰ στήση, χρυσογνέφα,
ἀγνάντι σου ἢ μάχη ἢ σκοπό... Γι’ αὐτό, τ’ ἀσκέργια,
ὅπλα βαστᾶνε τὰ μισὰ καὶ τ’ ἄλλ’ ἀκολουθᾶνε
μὲ βίνες, μὲ ρεμπάμπ, μὲ σαραγκὶ στὰ χέργια
κι’ ἀνέμου σάλαγο σὲ πεύκων κλώνια, πᾶνε...
Μέσα στὴν πόλι Ἀνανταποὺρ κλαγγὴ πολέμου κλώθει
κ’ οἱ πόρτες της κατάκλειστες στοῦ Κούνβαρ τὸν ἐλέφα.
Ντο, ρέ, φα—κι’ ὅσο σίμωνε βογγίνα ὀχτροῦ—ντο, ρέ, φα,
σηκώθηκε σὰ κορνιαχτό, βουὴ λαοῦ, μελισσολόϊ,
καὶ πέφτει ὡς τρίζουνε πορτιὰ μὲ τ’ ἀτσαλένιο μάνταλο
καὶ σειοῦνται τὰ μουράγια
στοῦ Κούνβαρ τὰ προστάγματα, τοῦ Μαχαράγια.
Κι’ ὡς βγῆκ’ ὁ ἥλιος τοῦ χαμοῦ ἀπάνω της κι’ ἁπλώθη,
ἀχτίνες ξαφνικοῦ κακοῦ, τὰ βέλη σποῦν ὁλοῦθε.
Μὰ πρὶ στὰ αἵματα βαφῆ χρυσοπλεμμένο σάνταλο,
πάνω ἀπ’ τὶς τρικυμιὲς γλυκόφωτο ἄστρο,
βιαστικὰ ἐπρόβαλε στὶς πολεμίστρες τὶς ψηλές,
—καὶ ποῦ μποροῦσε ἀλλοῦθε;—
φεγγοβολῶντας πέρα ἀπὸ ψυχὲς
ἢ μάτια... Ἡ Γκόη!..
Κ’ ἔτσι, δὲν πάρθηκε τὸ κάστρο.