Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/72

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
64
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

κεῖνες τὶς καλοκαιρινὲς βραδειὲς ποὺ σοῦ κάνουνε τὴν ψυχή σου νὰ μοιάζῃ γαλήνη. Ὅλο σου τὸ κορμὶ σοῦ φαίνεται πὼς μαλακώνει, πὼς γίνεσαι γάλα. Θαῤῥεῖς καὶ βρίσκεσαι μέσα σὲ κούνια, ἐνῶ τἀγέρι σὲ γλυκονανουρίζει καὶ φυσᾷ. Ἡ ἀτμοσφαίρα καὶ κείνη σὰ νὰ νυστάζῃ· λίγο λίγο λὲς καὶ στάζει ὕπνο· ὅσο κοιτόμουν ἔτσι, βαθιὰ χωμένος στὴν πολτρόνα μου μέσα, μοῦ φαινότανε πὼς εἴμουνε στὸν παράδεισο. Εἶναι ὥρα γιὰ νὰ μισοσφαλνᾷς τὰ μάτια καὶ νὰ διαβάζῃς – νὰ βλέπῃς ὄνειρα, μισὸ ξυπνητὸς μισὸ κοιμισμένος - κ’ ἡ φαντασία σου νὰ παίρνῃ δρόμο.

Σὲ κομμάτι, ὁ πατέρας ἀποκοιμήθηκε. Στρώθηκα μὲ τὴν ἡσυχία μου στὴν πολτρόνα μου, καὶ πῆρα μιὰ γαζέττα. Μὲ περεχοῦσε χαρὰ ποὺ τέλος πάντα πήγαινα νὰ διαβάσω καλὰ ἑλληνικά, ὕστερις ἀπὸ τόσες φράγκικες φημερίδες ποὺ εἴμουνε ἀναγκασμένος νὰ διαβάζω κάθε μέρα στὸ Παρίσι. Τώρα ποὺ τὸ γράφω, θυμοῦμαι πολὺ καλὰ πώς, ἅμα ἅπλωσα τὸ χέρι στὸ τραπέζι κι ἄγγιξα τὸ πρῶτο φύλλο ποὺ ἤθελα νὰ πιάσω, τὴν ἴδια στιγμὴ ἄκουσα νὰ τρίζῃ κατιτὶς – σὰ νὰ γινότανε κάπου μακριὰ καμιὰ ταραχή, σὰ νὰ σηκωνότανε βοὴ πουθενά. Ἔτσι τουλάχιστο μοῦ φάνηκε. Μὰ δὲν πρόσεξα πολύ. Νόμισα πὼς εἴτανε τὸ τσαλάκωμα τοῦ χαρτιοῦ καὶ τὸ ξέχασα.

Δὲ συλλογιόμουνε παρὰ τὴν καλή μου τύχη. Κάτι θὰ πῇ νὰ γεννηθῇς Ῥωμιός· σ’ ἀξιώνει ὁ Θεὸς καὶ βλέπεις στὸν αἰώνα ὅπου ζῇς, τὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦσες εἶναι τώρα δυὸ χιλιάδες χρόνια καὶ παραπάνω, ἀκόμη νὰ τὴ μιλοῦνε οἱ δικοί σου, ἴδια κι ἀπαράλλαχτα σὰ στοῦ Σωκράτη τὸν καιρό. Ἡ μόνη διαφορὰ εἶναι ποὺ τότες τυπογραφεῖα δὲν εἶχε καὶ ποὺ σήμερα τυπώνεται κιόλας. Ὅμως τόσο δὲν ἄλλαξε! Πᾶρε ἕνα βιβλίο νὰ τὸ καταλάβῃς. Θὰ διῇς τὸ ἴδιο τυπικό· ἕνα ν δὲ λείπει· πάντα βάζουνε τὸ ν ὅπου πρέπει. Κύρια καὶ κοινὰ ὀνόματα κλίνουνται σὰν καὶ πρί· τὰ ῥήματα ἔχουνε τὶς ἴδιες συζυγίες. Κι ἀφτὸ εἶναι ἴσια ἴσια ποὺ μᾶς δίνει τόση ἐβγένεια,