συνηθίζει καὶ πηγαίνει. Τραβήξαμε στὸ Σταβροδρόμι (εἶναι τὸ σπίτι μας στὸ Γαλατά), μπήκαμε στὸ κλούμπι (οἱ κυρίες κάπου κάπου θὰ τὸ λένε καὶ κλουβὶ γιὰ τοὺς ἄντρες), ἂνεβήκαμε ἕνα πάτωμα καὶ βρεθήκαμε στὴν «αἴθουσαν τῆς ἀναγνώσεως.» (Ἔτσι, νομίζω, θὰ πῇ τὸ cabinet de lecture ἕνας προκομμένος ποὺ ξέρει καὶ σέβεται τὴ γλώσσα του· νὰ μιλούσαμε ῥωμαίϊκα, ἴσως εἴτανε τρόπος νὰ τὸ ποῦμε κι ἀναγνωστήρι ἢ μάλιστα καλήτερα διαβαστήρι, ποὺ τὸ καταλαβαίνει ὅλος ὁ κόσμος, μὰ τἰ νὰ γίνῃ;…) Τὸ διαβαστήρι ὅπου κάτσαμε εἴτανε μιὰ μεγάλη κάμαρα, μακρουλὴ καὶ στενούτσικη· εἶχε στὴ μέση ἕνα τραπέζι, μὲ πράσινη τσόχα στρωμένο, ποὺ πήγαινε ἀπὸ τὴ μιὰν ἄκρη τῆς κάμαρας στὴν ἄλλη. Κάτι παράθυρα, ἁψηλά ἴσα μὲ τὸ ταβάνι, κόφτανε τοὺς τοίχους· ἄσπροι μπερντέδες κρεμασμένοι μισοσκεπάζανε τὰ τζάμια. Τὰ παραθυρόφυλλα δὲν εἴτανε ὅλους διόλου σφαλισμένα κ’ εἴχανε στὴ μέση μιὰ χαραμάδα ἀπὸ πάνω ἴσα μὲ κάτω. Γύρο γύρο στὸ τραπέζι εἴτανε ἀραδιασμένες μιὰ μιὰ οἱ φημερίδες, μὲ τὸ ξύλο ποὺ ἀπὸ τὴ μέση βαστᾷ τὴν καθεμιά, ἔτοιμες γιὰ νὰ τὶς πιάσῃς στὸ χέρι καὶ νὰ διαβάσῃς.
Ἔτυχε κείνη τὴ βραδειὰ νὰ μὴν εἶναι στὸ διαβαστήρι ψυχή. Ὅλοι οἱ Πολῖτες βρισκόντανε ὄξω στὸ Κατάστενο ἢ στὰ Νησιά· εἴτανε μεγάλη μοναξιά· μόνο ὁ πατέρας μου καὶ γώ. Σὲ κάθε γωνιά, οἱ δοῦλοι μὲ τὶς ἄσπρες ποδιὲς καὶ τὸ κοντόμαβρο σουρτουκάκι, καθόντανε ἀπάνω σ' ἕνα σκαμνάκι καὶ σκύφτανε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴ νύστα. Ὁ καιρὸς ὄξω εἴτανε ὡραῖος — μιὰ βραδειὰ μοναδική, ἕνας καιρὸς μαλακός, ὅλος γλύκα, ποὺ σὰ βελοῦδο σοῦ χάδεβε τὸ πρόσωπο. Τέτοιο καιρὸ δὲ θὰ διῇς παρὰ στὴν Πόλη. Φυσοῦσε ἀγεράκι σιγαλό, σὰ λουλουδιῶ πνοή. Ἀπὸ τῶν παραθυριῶ τὴ χαραμάδα ἔβλεπες πέρα πέρα σὰν ἀσημένιο λάκκο ποὺ ἄσπριζε κάτω κάτω. Εἴτανε τὸ Κατάστενο ποὺ γυάλιζε μὲ τὸ φεγγάρι. Χαιρόμουνε τὴν τόση ἡσυχία. Δὲν ἄκουγες φωνή. Εἴτανε μιὰ ἀπὸ