Στὴ Σύρα Τοῦρκο πιὰ σήμερα δὲ βλέπεις. Ἀπ' ὅσους εἴτανε πρί, ἕνας ἀπόμεινε μοναχά. Ὅτι κατέβηκα, τὸν πῆρε τὸ μάτι μου. Φοροῦσε φέσι• γονατισμένος κατὰ γῆς, ἔσκυφτε τὸ κεφάλι• δὲν ἔβλεπα τὸ πρόσωπό του. Ἕνας Ῥωμιός, ἀπὸ πάνω του, στεκότανε ὄρθιος κ' ἔσπρωχνε τὸ ποδάρι στοῦ Τούρκου τὴ μύτη. Μοῦ φάνηκε μιὰ στιγμὴ πὼς ὁ Τοῦρκος προσκυνοῦσε τὸ Ῥωμιό. Ὕστερα κατάλαβα• ὁ Τοῦρκος εἴχε γίνη λουστρατζής! Τὸν περασμένο χειμώνα, κι ἀφτόνε τὸν Τοῦρκο κοντέψανε οἱ Συριανοὶ νὰ τὸν πνίξουνε. Ἣ πρέπει ὁ Τοῦρκος νὰ πατῇ τοῦ ἀλλουνοῦ τὸ κεφάλι ἢ πόδι νὰ φιλῇ. Καὶ γιὰ τοῦτο τώρα στὴν Πόλη θυμοῦμαι μὲ γλύκα τὴ Σύρα, ὅπου φιλοῦσε πόδι.
Ὅπου κι ἂν πάῃ κανείς, σ' ὅ τι μέρος κι ἂν κατασταλάξῃ, εἶναι φρόνιμο καὶ σωστὸ νὰ βολέβεται μὲ τὸ καθετίς. Καλὰ κάνει νὰ ζῇ σὰν ποὺ συνηθίζουνε καὶ ζοῦνε ὅσοι ζοῦνε στὸν τόπο ποὺ βρίσκεται — να τρώῃ τὸ φαγί τους, νὰ στρώννῃ τὸ κρεββάτι του σὰν ποὺ τὸ στρώννουνε καὶ νὰ ῥουχαλίζῃ μὲ τὸν ἴδιο κρότο. Πρέπει νὰ πίνῃ τὸ κρασί τους, νἄχῃ τὴ μάθησή τους (ἂν μπορεῖ!), νὰ διαβάζῃ τὶς φημερίδες τους καὶ νὰ τοῦ φαίνουνται καλογραμμένες. Τόσο καιρὸ ποὺ εἶχα κάμει στὴ θάλασσα, δὲν ἤξερα πιὰ τί γινότατε ὁ κόσμος. Θέλησα λοιπὸ νὰ μάθω καὶ γὼ τί τρέχει, νὰ διῶ τουλάχιστο κανένα ἑλληνικὸ φύλλο.
Τὴν ἄλλη μέρα, μὲ πῆγε ὁ πατέρας μου στὴ λέσκη ὅπου