δὲν μποροῦσε τίποτα νὰ μοῦ κάμῃ. Εἶπε πὼς εἶχα λίγη ζάλη, πὼς εἴμουνε κουρασμένος ἂπὸ τὸ ταξίδι κι ἄλλα τέτοια. Ἒγὼ τὸ ξέρω τί εἶχα. Χωρὶς νὰ μοῦ τὸ ξηγήσῃ ὁ γιατρός, ἔννοιωσα μέσα μου τί γινότανε, ἅμα πάτησα τὴς πατρίδας τὸ χῶμα, ἅμα εἴδανε τὰ μάτια μου Τουρκιά. Καθόντανε οἱ μιναρέδες στην ψυχή μου· ἀδύνατο νά τοὺς χωνέψω. Οἱ μιναρέδες εἶναι ποὺ ὅλη τὴ νύχτα μοῦ πλακώνανε τὸ στομάχι. Ἀνάθεμάν της ἐκείνη τὴν κόκκινη τὴ σημαία μὲ τὸ μισοφέγγαρο στὴ μέση, ποὺ ἴσια ἴσια ἀντίκρυ στὰ παράθυρα τῆς κάμερής μου εἴτανε ἀνεβασμένη ἁψηλὰ ἀπάνω στὸν Κουλά. Μοῦ ἔτρωγε τὸ συκώτι, τὸ αἶμα μοῦ ῥουφοῦσε. Άχ! τὰ καταραμένα τὰ φέσια! Μοῦ σκάνανε τὴ χολή. Παλάτια, τζαμιά, τουρμπέδες, τίποτις ἀπ’ ἀφτὰ νά μὴ διῶ! Τὸ αἷμα μου βράζει· τετρακόσιω χρονῶ μῖσος μοῦ πνίγει τὴν καρδιά! Δώστε μου, φέρτε μου ὅ τι κι ἂν εἶναι, ὅ τι κι ἂν τύχῃ· κάτι πρέπει νὰ σπάσω. Δὲ θέλω, δὲν μπορῶ Τοῦρκο νὰ διῶ, δὲ θέλω Τοῦρκος κοντά μου νὰ βρεθῇ, ἀπὸ μακριὰ δὲ θέλω Τοῦρκο νὰ μυρίσω, δὲ θέλω νὰ ξέρω πὼς εἶναι Τοῦρκοι στὸν κόσμο, Τοῦρκο δὲ θέλω νἀκούσω...
Τὸ πρωί, πού βγῆκα νὰ σεργιανίσω τὴν Πόλη, ἀπάντησα παντοῦ στοὺς δρόμους πρόσωπα γελαστὰ καὶ χαρούμενους ἀθρώπους. Μὲ χαιρετοῦσε ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος. — «Καλῶς τὸν εἴδαμε!» καὶ «Τί χαμπάρια;» — «Πῶς τὰ πάμε δὰ στὸ Παρίσι;» — «Ἔβγε σου, ποὺ δὲν ξέχασες τὴν πατρίδα!» — «Ἔλα, νὰ σὲ τραττάρω ἕνα καφεδάκι.» — «Καλέ, διέστε ποὺ μᾶς ἄφησε μωρὸ καὶ μᾶς γύρισε λεβέντης!» κι ἄλλα τέτοια πολλά πού, νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, μ’ ἄρεζε νὰ τἀκούω. Γιὰ μῖσος, γιὰ σκλαβιὰ τίποτα! Μπορεῖ μέσα τους νὰ βράζανε οἱ καρδιές· βέβαια ὅμως δὲν τὸ δείχνανε. Καὶ γὼ ὁ ἴδιος, πρέπει νὰ τὸ μολογήσω, δὲν ἔσπασα τίποτα, δὲν ἔσφαξα Τοῦρκο, κανενός αἷμα δὲν ἤπια. Εἶδα μάλιστα καὶ κάμποσα φέσια. Λίγο λίγο μαλάκωνε ἡ ψυχή μου. Ἔτσι