Μ’ ἀρέσει νὰ περπατῶ µέσα στὸ λαό, δίχως νὰ μὲ ξέρῃ κανεὶς καὶ γὼ νὰ συλλογιοῦμαι τὰ δικά µου. Ἡ φαντασία µου παίρνει φωτιά· στράφτει ὁ νοῦς µου, χιλιάδες ἰδέες, σὰ χαλάζι καὶ σὰ βροντή, μοῦ δέρνουνε τὸ μυαλό. Στὸ κεφάλι µου μέσα σηκώνουνται φουρτοῦνες.
Δὲν ξέρω γιατί μήτε πῶς, μὰ δὲν ἔννοιωθα πιὰ κούραση καμιά. Ξέχασα βάσανα καὶ πόνους. Μοῦ φάνηκε πὼς ξανάνιωνα ξαφνικά. Ἀθάνατες ἐλπίδες μοῦ περεχούσανε τὴν ψυχή. Ἄξαφνα γύρισα νὰ διῶ, καὶ κεῖ ποὺ κοίταζα, κάτω κάτω, σὰν ἀσημένια γραμμή, στὰ µέρη τῆς ἀνατολῆς, ἔβλεπα τὸν ὁρίζοντα νἀσπρίζῃ· φάνηκε σὰ μιὰ χαραμάδα στὸν οὐρανό. Εἴτανε ἡ ἀβγή.
Φῶς! Τὸ φῶς! Νά καὶ τὸ φῶς ποὺ ζητοῦσα. Ὄχι, ὄνειρο δὲν εἴτανε! Εἴτανε ἀλήθεια ποὺ ΤΟΝ εἶδα καὶ τὸ θυμοῦμαι καλὰ τώρα ποὺ σᾶς τὸ δηγοῦµαι. Κάποιος ἐρχότανε, κάποιος φαινότανε κεῖ κάτω. Ὅσο ξάπλωνε ἡ ἀβγὴ τὴν κάτασπρή της φορεσιά, τόσο καὶ κεῖνος προχωροῦσε. Ἔλαμπε στὰ χαράματα μέσα· μαζὶ μὲ τὸν ἥλιο ἀνέβαινε, καὶ τὸ πρόσωπό του ἔπλεχε μέσα στὶς ὁλόχρυσες ἀχτῖδες σὰ σὲ μιὰ θάλασσα φῶς. Τὸ ποδάρι του βαριὰ χτυπᾷ τὴ γίς· τὰ μάτια του καίνε σὰν τἀστέρια. Νά ΤΟΣ ἐκεῖνος ποὺ προσμένω. Ἄπειρος λαὸς τὸν ἀκολουθᾷ καὶ κατόπι του τρέχει, φοβερὸς σὰν τὸ κῦμα ποὺ πὰ νὰ σηκωθῇ. Ἀφτὸς εἶναι ὁ ποιητής, ὁ λυτρωτής µας. Παλάτια θὰ γκρεμίσῃ καὶ θὰ στήσῃ γλώσσα. Ἔλα, ἔλα καὶ μὴν ἀργῇς. Σ’ ἀφτὸ τὸν αἰώνα ὅπου ζοῦμε, βασιλέβουνε οἱ λαοὶ καὶ ῥίχνουνε κάτω τοὺς τυράννους. Μισὴ λεφτεριὰ δὲν τὴ θέλει ὁ λαός μας. Δὲν τοῦ στρέγει νὰ βρίζουνε ἀτιμώρητα τὴν πατρική του γλώσσα. Πρέπει νὰ λεφτερωθῇ κι ἀπὸ τοὺς δασκάλους. Νίκησε τὸ σπαθί του· εἶναι ἀνάγκη κ’ ἡ γλώσσα του τώρα νὰ νικήσῃ.