Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/59

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
51
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ἐσὺ ποὺ τὰ ξέρεις ἀφτά, μὴν τἀψηφήσῃς τὸ προσκύνημά μου. Σέβουμαι τὴ γλώσσα ποὺ μιλῶ, γιατὶ σέβουµαι τὸν ἑαφτό µου. Ἴσως εἶμαι κάτι καὶ γὼ ποὺ σέρνουµαι τώρα στὸ σκοτάδι, καὶ ποὺ μὲ θάῤῥος προβάλλω ἴσα μὲ τὸ μνῆμα ποὺ σὲ σκεπάζει. Δὲν ντρέπουµαι, καὶ μὴ σὲ μέλῃ. Σοῦ μιλῶ μιὰ γλώσσα, ποὺ δὲν τὴν ἔχει ὁ καθένας καὶ ποὺ μπορεῖς καὶ σὺ νὰ μᾶς τὴ ζουλέψῃς, μιὰ γλώσσα ποὺ εἶναι παιδὶ καὶ µοναχοκόρη τῆς παλιᾶς τῆς ἑλληνικῆς, τὴν καινούρια µας τὴ γλώσσα, ποὺ πρῶτος ἐγὼ σήμερα τὴ γράφω!

Μὲ τρομάξανε τὰ λόγια µου καὶ μένα. Ἔφεβγα γλήγορα καὶ κρυφτόμουνε πάλε στὶς στενάδες μέσα, μακριά. Ὡςτόσο μ’ ὅλη µου τὴ θλίψη, μοῦ ἐρχότανε κάποτες καὶ νὰ γελάσω. Ἅμα ἤθελα νὰ σφουγγίσω τὰ δάκρια ποὺ μοῦ καίγανε τὰ μάτια, δὲν ἤξερα τί βαστοῦσα στὸ χέρι ῥινόμακτρονμαντίλι. Πῶς ἔπρεπε νὰ τὸ πῶ, τὴν ὥρα τῆς λύπης; Ἄχ! δασκάλοι, δασκάλοι, τί κακὸ εἶναι ἀφτὸ ποὺ μᾶς κάματε! Πρέπει τὸ λοιπὸ νὰ μᾶς κατατρέχῃ ἡ γραμματική σας, καὶ στὴ στιγμὴ ὅπου ἡ καρδιά μας πονεῖ! Πόσο τὸν ἔχουμε ἀνάγκη ἕνα Βίχτωρα, ἕνα νικητὴ νὰ μᾶς γλυτώσῃ ἀπὸ τέτοιο βάσανο – (τὸ βάσανο μάλιστα καταντᾷ κάπου καὶ μπελάς) – καὶ νὰ πῇ τὸ μαντίλι μαντίλι. Ἄς ἀφήσουμε τὸ ῥινόμακτρον γιὰ τὰ ξερὰ τὰ μάτια καὶ τὶς μακριὲς τὶς μύτες!

Ὅσο δερνόμουνε καὶ σερνόµουνε καὶ συλλογιόµουνε τέτοια μὲ τὸ νοῦ µου, ἡ νύχτα προχωροῦσε, καὶ στοὺς ἀπέραντους κάμπους τοῦ κόσμου γλιστροῦσε ἡ γίς µας σιγὰ σιγά, νὰ κάμῃ τὴν καθεμερνή της βόλτα γῦρο στὸν ἥλιο. Καίγανε πάντοτες τὰ φώσια· μὲ τὸ θολό τοὺς φέξιμο, κάνανε καὶ φαινότανε ἀκόμη καλήτερα τὸ σκοτάδι. Κάπου κάπου ἄκουγες μιὰ βοὴ κι ἀνατρίχιαζες· εἴτανε τὰ κανόνια ποὺ βροντούσανε. Ἔλεγες πὼς ἀστροπελέκια σειούσανε τὴ γὶς καὶ θέλανε νὰ σπάσουνε πέτρα. Εἴτανε γιὰ νὰ προσκυνήσουνε τὸ λείψανο. Σάλεβε, κουνιότανε τὸ πλῆθος, μουρμούριζε σὰ θάλασσα ποὺ βράζει.