µου καὶ πετοῦσε ἀπὸ χαρὰ σὲ λύπη κι ἀπὸ λύπη σὲ χαρά.
Θέ μου, Θέ μου παντοδύναμε, τί νυχτιὰ εἴτανε κείνη! Τί εἴτανε, Θέ μου, τὸ τόσο σκοτάδι! Τρόμαξα καὶ φώναξα μοναχός µου· — «Μήπως σήμερα τὴν πατρίδα μου θάφτουνε; Τώρα µόλις γεννήθηκε, καὶ τώρα πρέπει νὰ πεθάνῃ; Θέ μου παντοδύναμε, μὴν τὸ θελήσῃς! Ἀχ! πόσα χρόνια πρέπει νὰ ζήσῃ ἕνας λαός, γιὰ νὰ γίνῃ ἔθνος; Ἀφτὰ τὰ φῶτα τὰ µισοσκεπασµένα, ποὺ µόλις φαίνουνται κεῖ κάτω, τί σημαίνουνε καὶ γιατί καίνε; Ἴσως γιὰ νὰ μᾶς δείξουνε τὴ μικρή μας τὴ δόξα, µπροστὰ σὲ τέτοια μεγαλεῖα! Θὰ τὸ κατορθώσουμε ποτὲς νἄχουυε καὶ μεῖς τέτοιους ἄντρες; Ἀφτὸ ἐδῶ τὸ μνῆμα παρασταίνει ἔργα περίφηµα, παλιὰ ἱστορία, αἰῶνες κόπο, δουλειά, πόνους, λεφτεριὰ καὶ δόξα. Πόσα πρέπει νὰ τραβήξῃ ἕνας λαὸς γιὰ νὰ φτάσῃ στὸ σηµάδι ὅπου ἔφτασε τοῦτος ὁ λαός! Δὲν ἔχει πιὰ σήμερις ἀνάγκη τοὺς προγόνους του – τοὺς Λατίνους καὶ τὴ Ῥώμη. Ζῇ δική του ζωή. Πρόγονο μπορεῖ μιὰ μέρα καὶ τὸν ἴδιο ἄλλοι νὰ τὸν καφκηθοῦνε.
Ποῦ νὰ τὸ διοῦµε καὶ μεῖς τέτοιο πρᾶμα; Σὰν τὸ παιδὶ ποὺ τὴ μάννα του δὲν μπορεῖ νἄφήσῃ, γιατὶ νοιώθει πὼς εἶναι ἀδύνατο ἀκόμη, ἔτσι καὶ μεῖς μόλις ἔχουμε πόδι νὰ πατήσουµε τὴ γίς· ἄντρες δὲ γενήκαμε ἀκόµη. Ἔχουμε ἀνάγκη, οἱ προγόνοι νὰ μᾶς βαστοῦνε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ μᾶς πηγαίνουνε. Ὅλο προγόνους φωνάζουμε. Ἔπαινό μας θαῤῥοῦμε ἴσια ἴσια κεῖνο ποὺ δείχνει τὴ λίγη μας δύναμη. Ἔθνος ἀφτεξούσιο δὲ γενήκαμε, κ’ ἴσως δὲ θὰ γίνουµε ποτές. Ἡ δόξα μας ἡ παλιὰ θὰ καταντήσῃ ὁ χαμός μας. Δὲ μᾶς ἀφίνει νὰ μεγαλώσουμε, νὰ περπατοῦμε μὲ τὰ δικά µας τὰ ποδάρια, νὰ συλλογιούµαστε μὲ τὸ κεφάλι τὸ δικό μας, μὲ τὰ μάτια τὰ δικά µας νὰ βλέπουµε, νὰ μιλοῦμε γλώσσα δική µας. Ὅλο προσπαθοῦμε νὰ κάµουµε σὰν καὶ κείνους. Σ’ ἕνα μόνο δὲν τοὺς μιμηθήκαμε· προγόνους ἐκεῖνοι δὲν εἴχανε! Ἐμεῖς, δὲ