Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/47

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
39
ΠΑΡΙΣΙ

ναδικό· δὲν ἔσπασε ῥόδα, δὲ χάλασε ἁμάξι, ἄλλο τραῖνο δὲν ἀπαντήσαμε νὰ μᾶς πλακώσῃ – καὶ δὲ μᾶς σκότωσε κανείς. Τὸ σάββατο πρωΐ, στὶς δέκα καὶ δωδεκάμισυ, φτάσαμε στὴ Μαρσίλια.

Κάμαμε σ’ ἐνὸς θειοῦ μου πρόγεμα λαμπρό· εἴχαμε πολὺ καλὴ ὄρεξη κι ὄχι λίγη δίψα. Κάτσαμε, φάγαμε, γελάσαμε κ’ ἔτσι ἦρθε πιὰ κ’ ἡ ὥρα νὰ μπαρκαριστοῦμε.

Στὶς τρεῖς, ἀνέβηκα στὸ βαπόρι μὲ τὴ γυναίκα μου. Φύγαμε στὶς πέντε. Στὸ ταξίδι, κάμαμε κάμποσες γνωριμίες· ἡ συντροφιὰ καλή, οἱ κυρίες νόστιμες κι ὥσπου νὰ φτάσουμε στὴν Πόλη, περνοῦσε λαμπρὰ μὲ τὶς κουβέντες ὁ καιρός. Δὲ ζαλιστήκαμε διόλου.

Νὰ μὴν ξεχάσω νὰ τὸ πῶ κι’ ἀφτό! Στὸ σιδερόδρομο, στὴ Μαρσίλια, στοῦ θειοῦ μου, στὸ βαπόρι, μήτε ψύλλους εἴδαμε μήτε μισὸ κουνούπι. «Σέντ» εἴτανε τὄνομα τοῦ βαποριοῦ.


Δʹ.
Παρίσι.
Παρίσι μου, νὰ σὲ ξεχάσω δὲν μπορῶ! Οἱ κουβέντες, τὰ γέλοια καὶ τὰ παιχνίδια δὲ μὲ διασκεδάζουνε. Πάντα σὲ σένα πάει ὁ νοῦς μου. Κι ὡςτόσο μποροῦσα ἄλλα νὰ συλλογιστῶ, μποροῦσε ἡ καρδιά μου νὰ χαρῇ. Προβαίνει τὸ βαπόρι καὶ μοῦ δείχνει νέα θάλασσα, νέο κόσμο· σὰ νὰ περηφανέβεται ποὺ βλέπει τόσα κύματα καὶ δὲν τὰ φοβᾶται· ἥσυχο προχωρεῖ καὶ ξεσκεπάζει στὰ μάτια μου μπροστά, ὅταν εἶναι μέρα, τὴν αἰώνια καλοσύνη τοὐρανοῦ μας, ὅταν εἶναι νύχτα, τὶς ἄπει-