Ὅ τι κι ἂ σοῦ ποῦνε στὴν ὀμιλία, πάντοτες νὰ λές ναί· ὅταν πιάσῃς τὴν πέννα, τότες ἀλλάζει· ὅσο θέλεις, τὸ ὄχι σου νὰ τὸ χτυπᾷς. Οἰ καβγάδες δὲ φελοῦνε· οἱ ἀθρῶποι πιάνουνται μὲ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια. Γιὰ νὰ τὸ θυμηθῇς ἀκόμη καλήτερα, φύλαγε στὸ νοῦ σου καὶ αὐτή μου τὴν παραγγελιά·
Μ’ ὅλους ὄμορφα, παιδί μου,
νὰ φερθῇς μὴ λησμονήσῃς
— Καὶ στὸν Κόντο νὰ μὴν κάμῃς
Γλωσσικὰς Παρατηρήσεις.
Μῆνα Γιούλη, στὶς τριάντα σωστά, μέρα Παρασκεβή, ἡ ὥρα ξήμισυ τὸ βράδυ, – ἀφοῦ ἀποχαιρετήσαμε τὴ γιανούλα καὶ κλειδώσαμε τὸ σπίτι – μὲ τὰ σεντούκια καὶ μὲ τὰ σακκιὰ σηκωθήκαμε νὰ πᾶμε στὸ σταθμό, γιὰ νὰ πάρουμε τὸ σιδερόδρομο. Εἴχαμε καλὸ ἁμάξι, μὰ ἔβρεχε φοβερά.
Ἅμα φτάξαμε, δώσαμε τὰ μπαοῦλλα στὰ μπαγάλια, πήραμε τὴν ἀπόδειξη καὶ τὴν ἔβαλα στὴν τζέπη μου, γιὰ νὰ μὴν τὴ χάσω. Μπήκαμε τότες πιὰ στὸ ξενοδοχεῖο τοῦ σταθμοῦ. Ἤπιαμε ἕνα ζουμί, φάγαμε δύο μπριζόλες, μισὸ πουλί, τρεῖς ῥόγες σταφύλι, μᾶς φέρανε καφέ, πλερώσαμε ὀχτὼ φράγκα καὶ τριάντα πέντε λεφτά. Δώσαμε καὶ πέντε σολδιὰ μπαξίσι στὸ γκαρσόνι.
Ἀνεβήκαμε στὸ βαγόνι στὶς ἑφτὰ καὶ δέκα. Στὶς ἑφτὰ καὶ τέταρτο σωστὰ ξεκίνησε τὸ τραῖνο. Κάμαμε ταξίδι μο-