Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/41

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
33
Η ΓΙΑΝΟΥΛΑ

ἀπὸ χτές· θὰ σύρω στὴν Ἑλλάδα. Ἀποθύμησα τοὺς ὁμογενεῖς (ἀφτὴ τὴ λέξη, θυμοῦμαι, ἡ γιανούλα δὲν τὴν ἀγαποῦσε). Κοιμᾶται μέσα στὸ στῆθος βαθιὰ τῆς πατρίδας ἡ ἀγάπη· ἄξαφνα μιὰ μέρα, καὶ κεῖ ποὺ κανεὶς δὲν τὸ προσμένει, παίρνει φωτιά, κορώνει σὰ σπίθα κρυφὴ καὶ σοῦ καίει γλυκὰ τὴν ψυχή.

— Ὁ ἴδιος εἶσαι ποὺ εἴσουνε πάντα, ὁρμητικό, πεταχτὸ παιδί, μεγαλόκαρδο κι ἀστόχαστο. Δὲν κάθεσαι, Γιάννη μου, στὴ γωνιά σου; Σωστὸ νἀγαπᾷ κανεὶς τὴν πατρίδα του, νὰ τὴ θυμᾶται, ἀκόμη κι ἂν ἔκαμε ἄλλη πατρίδα· ἡ ἰδέα σου φρόνιμη μοιάζει κι ὁ πόθος σου φαίνεται καλός. Μὰ δὲν τὸ βλέπεις πὼς κάνεις τρέλλα; Πρῶτα πρῶτα δὲ μοῦ λές, ἀπὸ πότε σ’ ἔπιασε τόσος πατριωτισμός, ἐσὺ ποὺ δὲ θέλεις νἀκούσῃς τέτοια λέξη;

— Ἀπό χτές, γιαγιάκα μου, ἀπὸ χτές! Ἀλήθεια εἶναι, τὄχω ἀφτὸ τὸ κακό· σιχαίνουμαι τὰ λόγια, καὶ ντρέπουμαι, γιὰ τὸ παραμικρὸ πρᾶμα ποὺ θὰ κάμῃ κανείς, νὰ βγάζῃ τόση λέξη ἀπὸ τὸ στόμα του. Σιχαίνουμαι τὸν πατριωτισμό, γιατὶ κάτι νομίζουνε πὼς λὲν ὅσοι γιὰ πατριωτισμὸ σοῦ μιλοῦνε. Σιχαίνουμαι τοὺς φαφλατάδες, τοὺς φωνακλάδες τοὺς μισῶ! Μ’ ἀρέσει δουλειά, ὄχι ῥητορικὴ καὶ φωνές.

— Τί πὰς τότες στὴν Ἑλλάδα; Τί πὰς νὰ κάμῃς μὲ τοὺς ὁμογενεῖς; Ὅλες σας οἱ ἰδέες ἀντίθετες· ἔλα νὰ τὶς πάρουμε μιὰ μιά. Πρῶτα πρῶτα, ποτέ σου δὲ θέλησες νὰ τὸ πιστέψῃς πὼς ἔχουμε στὶς φλέβες μας μέσα, ἴδιο κι ἀπαράλλαχτο, τῶν ἀρχαίωνε τὸ αἷμα. Λὲς πὼς καὶ σὲ μᾶς, ὅπως καὶ σ’ ὅλους τοὺς λαοὺς τοῦ κόσμου, ἀρχαίους καὶ νέους, αἴματα ξένα πολλὰ μὲ τὸν καιρὸ ἀνακατωθήκανε καὶ στὸ τέλος γενῆκαν ἕνα.

— Δὲν πρέπει λοιπὸ νὰ λέμε τέτοιο πρᾶμα;

— Ὄχι! Πρέπει νὰ μὴ μοιάζουμε μὲ κανένα ἔθνος. Ἂς πὰ νὰ εἶναι καὶ καθὼς τὸ θέλεις, δὲ σοῦ λέω· ἂν εἶναι, πῶς