Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/37

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
29
ΠΟΘΟΣ ΚΡΥΦΟΣ

νόστιμο τὸ ποτάμι ποὺ δὲ φταίει τὸ κακόμοιρο ἂ δὲν τρέχει, ἀφοῦ δὲν öἔχει μήτε μιὰ σταλιὰ νερό. Πρέπει νὰ διῶ τοὺς δικούς μου, νὰ διῶ τὴν Πόλη, τὴ Χιὸ καὶ τὴν Ἀθἠνα! Πόσα χρόνια εἶναι τώρα ποὺ ἄφησα τὴν πατρίδα, πόσα χρόνια ποὺ ζῶ ἥσυχος, φτυχισμένος στὴν καινούρια μου, τὴν ἀγαπημένη πατρίδα! Ἐδῶ τίποτις ἄλλο δὲν ἔπαθα παρὰ καλό. Καιρός, καιρὸς εἶναι νὰ μαλλώσουμε λιγάκι μὲ τοὺς ὁμογενεῖς. Πότε θὰ τοὺς χαρῶ καὶ γὼ τοὺς βλογημένους μου Ῥωμιούς, τοὺς καλούς μου πατριῶτες; Πάντα ἁψηλὰ πετᾷ ὁ νοῦς τους, ὅλο ἐβγένεια πνέει ἡ ψυχή τους· ζοῦνε ἀκόμη μὲ τὸ Σωκράτη καὶ μὲ τὸν Περικλή. Ἀπὸ τἀρχαῖα τὰ χρόνια τίποτα ἴσα μὲ τώρα δὲν ἄλλαξε, γλώσσα, αἷμα, προφορά. Φτάνει νὰ τοὺς ῥωτήσῃς· ἔχουνε πάντα χίλια δυὸ νὰ σοῦ ποῦνε γιὰ νὰ σοῦ τἀποδείξουνε – καὶ νὰ σὲ βρίσουνε, ἂν πῇς ὄχι.

Τὶς βρισιές τους, νὰ τὶς ξανακούσω μιὰ ὥρα ἀρχήτερα! Ἐδῶ στὴ Γαλλία ποὺ κάθουμαι, ποτές, ὄχι! ποτὲς κανένας μου φίλος – ἀλήθεια εἶναι, καὶ πρέπει νὰ τὸ πῶ – μήτε θύμωσε, μήτε τὰ χάλασε μαζί μου, μήτε μοῦ τὸ βάσταξε βαρί, μήτε μιὰ γροθιὰ μοῦ ἔδωσε στὴ ζωή μου. Ἂν καὶ δὲ συφωνούσανε πάντα οἱ ἰδέες μας, συφωνούσανε οἱ καρδιές μας. Τὸ φέρσιμό μας εἶναι πάντα τῆς ἀθρωπιᾶς. Γίνεται τέτοια μονοτονία; Βαρέθηκα τὴν τύχη μου. Θὰ φιλήσω τὸν πρῶτο ποὺ θὰ μὲ βρίσῃ. Καβγάδες δίψασε ἡ ψυχή μου. Εἶναι καιρὸς ποὺ μοῦ τρώει σὰ λιγούρα τὴν καρδιά μου. Λαχτάρα μ’ ἔπιασε νὰ ξαναδιῶ τὴ μάννα μου – τὴν Ἑλλάδα! Ὁ νοῦς μου μεγάλα γυρέβει. Θέλω δόξα καὶ γροθιές!

Πόσους εἶδα, πόσους γνώρισα στὸν κόσμο! Ὅσους φωστῆρες ἔχει ἡ καλή μου Γαλλία, μικροὺς καὶ μεγάλους, τοὺς ξέρω. Πρόφτασα καὶ τὸν περίφημο τὸ γέρο, τὸ Βιχτὼρ Οὐγκώ. Μοῦ ἔκαμε σωρὸ τεμενάδες καὶ μοῦ εἶπε· — «Μεγάλος εἶσαι σύ· τί εἶμαι γώ;» Μόνο τοὺς δικούς μας τοὺς μεγάλους, μόνο τοὺς καλούς μας δασκάλους δὲ θὰ τρέξω νὰ διῶ;