Καθόμουνε ἥσυχος, δίχως φροντίδα, δίχως καμιὰ συλλογή. Γαλήνη γινότανε ἡ ψυχή μου. Μ’ ὅλη μου τὴ δύναμη τέντωνα τὰ στήθια μου, γιὰ νὰ τὰ γεμίσῃ ζωή. Χαιρόμουνε καὶ γὼ τὴν ἄνοιξη, τὴ φύση, τὸν κόσμο. Ἡ ἐφτυχία, τί εἶναι; Μιὰ ἐνέργεια, τίποτις ἄλλο. Ὅλα ἐνεργούσανε τριγῦρο μου καὶ μέσα μου, τὰ δέντρα γιὰ νὰ λουλουδιάσουνε, ἡ καρδιά μου γιὰ νὰ καταλάβῃ ἀκόμη καλήτερα τὴ γλύκα, τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζήσης. Ἄκουγα τὴ φύση καὶ τραγουδοῦσε κοντὰ κοντὰ στἀφτιά μου τὸ παντοτινό της τὸ τραγούδι, ποὺ κάθε χρόνο τὸ ξαναλέει, τὸ τραγούδι τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀγάπης. Ἔβλεπα τὴν ὄμορφη θέα ποὺ εἶχα μπροστά μου, ἀπὸ πάνω μου τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ φεγγοβολιά του, στὸ πλάγι μου κάμπους καὶ πρασινάδα κι ἄξαφνα πιὸ κάτω, ἅμα σήκωνα τὰ μάτια, ἀπέραντη θάλασσα μὲ τὰ μαβιά της κύματα, θάλασσα γελαστή, ἄσπρους ἀφροὺς στολισμένη.
Ἀχ! τὴ θάλασσα, γιατί να τὴ διῶ; Γιατί νὰ μὴ μοῦ τὴ σκεπάσουνε οἱ πλατάνοι, οἱ ἰτιὲς καὶ τἄλλα τὰ δέντρα ποὺ βγάζει τὸ χῶμα τὸ γαλλικό; Μόλις τὴν εἶδα τὴ θάλασσα, καὶ πῆρε ἡ φαντασία μου ἄλλο δρόμο. Θυμήθηκα τὴν πατρίδα! Καὶ στὴν πατρίδα θάλασσα θὰ μὲ πάῃ. Ὅτι τὸ συλλογίστηκα, ὅτι ἔβαλα τέτοια ἰδέα στὸ νοῦ μου, τοῦ κάκου! Δὲν μποροῦσα πιὰ τίποτις ἄλλο νὰ συλλογιστῶ. Ξέχασα τὴν πρασινάδα, τὰ λουλούδια, τὸν οὐρανό, καὶ τὴ φύση ποὺ πρῶτα δὲ χόρταινα νὰ τὴ βλέπω. Κάτι μὲ τραβοῦσε! Μιὰ λιγούρα μοῦ ἔτρωγε τὴν καρδιὰ καὶ δὲ μοῦ ἄφινε ἡσυχία. Στὴ στιγμὴ ἔπρεπε νὰ σηκωθῶ, νὰ γυρίσω σπίτι, νὰ μετρήσω τοὺς παράδες μου – νὰ βγῶ στὸ ταξίδι.
— «Ναί! ἔλεγα μέσα μου ὅσο περπατοῦσα καὶ πήγαινα σπίτι, εἶναι ἀνάγκη πιά! Πρέπει, πρέπει χωρὶς ἄλλο νὰ διῶ τοὺς ὁμογενεῖς! Ἀφτὴ τὴ λαχτάρα ἔχει ἡ καρδιά μου. Δὲν ξέρω, μὰ σὰ νὰ μοῦ φαίνεται πὼς γέρασα πάρα πολύ. Εἶναι καιρὸς νὰ πάω νὰ ξανανιώσω, νὰ πέσω μέσα στὸν Ἰλισσό, τὸ