μαραθῇ. Στὰ χέρια τοῦ Ποιητῆ μου τἀφίνω τὸ Ἔργο ποὺ τόσο τἀγαπήσαμε κ’ οἱ δυό μας, τὸ Ἔργο τὸ ἱερό. Ἀκόμη καὶ σὰ δὲ θὰ μὲ βλέπετε κατόπι, ἐγὼ θὰ εἶμαι γιὰ ὁλωνῶ σας τὸν ἀγῶνα ἡ βοήθεια καὶ ἡ πίστη.» Ἔτσι μοῦ μηνοῦσε ἡ ἄδολη ψυχή, ἡ ἀθώα ἡ παρθένα, ἡ παναιώνια ποὺ εἶναι ἀγαθωσύνη γεμάτη. Μὴν κλαίτε, μάτια βουρκωμένα. Ὅλα τοῦ κόσμου τὰ ὡραῖα, ὅλα τὰ μοναδικά, ἔρχεται μιὰ στιγμὴ ποὺ χάνουνται καὶ πάνε. Τί πειράζει καὶ τί χάνεται καὶ τί πάει; Ἀπὸ τὰ σπλάχνα ἑνὸς τάφου ἄξαφνα περεχιέται ὁλόγυρα ζωὴ πλημμύρα. Πόσοι ζοῦνε ποὺ εἶναι κι ἀπὸ τώρα πεθαμμένοι! Μὰ ὕστερις ἀπὸ τὸ θάνατό σου πάντα νὰ ἐνεργᾷς, πάντα νὰ βασιλέβῃς, ἀφτὸ θὰ πῇ ζωή. Διαβατάρικα στὸν κόσμο ἀνάφτουνε μιὰ καὶ σβιοῦνε πολλὲς γυναῖκες, κόρες πολλές. Ἀθανασία στὴν Κόρη ποὺ ἡ Ποίηση τὴ συνεπῆρε καὶ ποὺ ἔμαθε στὸν Ποιητὴ νἀγαπᾷ τὴν Ἰδέα! Μιὰ Ἰδέα εἶναι τὸ μόνο ποὺ δὲν περνᾷ, τὸ μόνο ποὺ μνήσκει ἀπὸ μᾶς. Τἄλλα τίποτα δὲν εἶναι. Φτάνει νὰ λάμπῃ μέσα στὴν Ἰδέα ἕνας αψηλὸς λογισμὸς καί συνάμα νὰ γλυκοτρέμῃ μέσα της ἕνα δάκρι. Τότες εἶναι ἀμάραντη, ὅπως ἔλεγε κ’ ἡ Κόρη. Παντοῦ καὶ πάντα ἡ Καρδιὰ θὰ νικήσῃ. Θὰ νικήσῃ μαζί της ἡ Ἰδέα. Τὴν Ἰδέα, ὅπου πὰς κι ὅ τι κάμῃς, πλάγι σου, μέσα σου, θὰ τὴ βρῇς. Θὰ τὴν ἀκούσῃς στὴ μουσικὴ ποὺ τραγουδᾷ τὸ θλιβερό της τὸ τραγούδι, θἀντιλαλήσῃ στὸν πόνο ποὺ σὲ παραδέρνει, στὴ φαντασία ποὺ θἀνοίξῃ στὸ νοῦ σου τὰ φτερά της. Ὅταν ὁ ἥλιος βασιλέβει, στὴ θάλασσα ἢ στὴ στεριά, ὅτα γύρῃς τὸ κεφάλι σου λυπημένος, νὰ τὸν ἀποχαιρετήσῃς, τὴν Ἰδέα θὰ σοῦ χαράξῃ ὡς κ’ ἡ ἀχτίδα ἡ στερνὴ ποὺ ῥοδίζει. Ὅταν ὁ ἥλιος ἀνατέλνει, πάλε στὸ φῶς τῆς Ἱδέας θὰ λουστῇς. Ἡ ποίηση τοῦ κόσμου εἶναι ἀφτή. Μὲ δύναμη καὶ καλοσύνη ἀφτὴ θὰ σὲ θρέψῃ. Ἀφτὴ θὰ σὲ κάμῃ καὶ ἄθρωπο καὶ ἄντρα. Θὰ καταλάβῃς, ἅμα την καταλάβῃς, καὶ τὴ θυσία. Θυσία γράφει, γράφει μεγαλεῖο κι ἀφέλεια ἡ καρδιά της. Μὴ λυπᾶσαι
Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/29
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
21
ΠΡΟΛΟΓΟΣ