Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/20

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
12
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

λείψῃ μιὰ λέξη· ὁ πλοῦτος δὲ μᾶς λείπει. Φτάνουνε πιὰ οἱ φιλονικίες. Γιὰ κάτι ἄλλα κι ὄχι γιὰ τὰ αἰώνια γλωσσικὰ καὶ γλωσσολογικά, θέλω σήμερα νὰ σᾶς μιλήσω, Μὲ τί τρόπο καὶ σκοπὸ ξαναδημοσιέβω τὸ Ταξίδι μου, πῶς μὲ βοήθησε στὸ ξαναπέρασμα ὁ χρυσὸς μου ὁ Ἀργύρης, ἁφτά, σὰν τὰ γυρέβετε, θὰ τὰ βρῆτε στὴν Ἀπολογία [1].

Ὅταν κανεὶς γράφει, ἐννοεῖται κι ἀπαρχῆς πὼς πρέπει νὰ ξέρῃ τὴ γραμματικὴ τῆς γλώσσας ποῦ γράφει. Μὰ δὲ φτάνει
  1. Τὴ σελίδωση τῆς Αʹ ἔκδ. μαζὶ μὲ τὴ σελίδωση τῆς Βʹ, τὶς σημειώνω στὸ τέλος τοῦ βιβλίου, χωριστά, σ’ ἕναν πίνακα συγκριτικὸ ἢ σ’ ἕνα Συνταιριασμό, ποὺ συνταιριάζει δηλαδὴ τὶς δυὸ τὶς σελίδωσες. Καθὼς εἶπα στὴν Ἀπολογία, ἔκαμα Κατάλογο γιὰ κάτι λέξες του Ταξιδιοῦ, μὰ ἐπειδὴ μερικὲς ἀπ’ ἀφτὲς βρίσκουνται μόνο στὴν πρώτη ἔκδοση, καὶ τὶς ἀλλάζω στή δέφτερη, μπορεῖ κανεὶς πιὸ ἔφκολα μὲ τὸν πίνακα νὰ κοιτάξῃ ποιὰ λέξη ἔχω στὸ πρῶτο Ταξίδι, καὶ ποιὰ μπῆκε στὴ θέση της ἐδῶ. Ἡ Ἀπολογία δὲ λέει τίποτα γιὰ μιὰν ἄλλη μικρούτσικη ἀλλαγή. Ἀφοῦ ἄκολουθοῦμε τὴν παλιὰ ὀρθογραφία ποὺ συνηθίζει περισπωμένη στὰ τελικὰ μακρόχρονα, εἴτανε σωστὸ νὰ γράψω μὲ περισπωμένη τὸ ποῦ καὶ τὸ πῶς. Μοῦ δείξανε ὅμως πὼς μᾶς συφέρνει νὰ κρατήσουμε τὴν περισπωμένη μονάχα ὅταν τὸ ποὺ καὶ τὸ πὼς εἶναι ῥωτηματικά. Θὰ πῇς, πὼςπῶς, στὸ χαρτὶ ἀπάνω, τὸ ἴδιο κάνει· λοιπὸ δὲν κερδίζουμε τίποτις· ποιὸς θὰ προφέρῃ περισπωμένη; Κερδίζει τὸ μάτι· κερδίζει κι’ ἡ προφορά. Σὰ μιλοῦμε, ἀλλιῶς μελῳδοῦμε ἀναφορικὸ πού καὶ ποῦ ῥωτηματικό Ἴσια ἴσια τὸ διαφορετικό τὸ μελῴδημα μᾶς τὸ φανερώνει κι’ ἡ διαφορὰ τοῦ τόνου τοῦ τυπωμένου. Ἔτσι κρατοῦμε κιόλας τὴν περισπωμένη ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχε κ’ ἡ ἀρχαία. — Τὸ ποὺ πάλε, ὅπου τὸ εἶχα στὴ θέση τοῦ πώς, τἄλλαξα. Προτίμησα ὅμως νὰ μὴν ἀλλάξω ἄλλο ἕνα καὶ παντοῦ βάσταξα τὸ πολίτικο τὸ διῶ, νὰ διῆς, διές. Ὄχι δηλαδὴ πὼς ἀπὸ παλιὰ συνήθεια μοῦ κοστίζει τάχα νὰ τὸ χαλάσω, μὰ γιατὶ δὲν ταιριάζει νὰ εἴμαστε ἀχάριστοι. Ἀφοῦ εἶμαι Πολίτης, σωστὸ νὰ μείνῃ στὸ πρῶτο μου τὸ βιβλίο κι’ ἕνα θυμητάρι τῆς ἀγαπημένης μου τῆς Πόλης, σὰ βούλλα του πρωτοχάραχτη. — Χαίρουμαι πολὺ ποὺ τἀξιώθηχα νὰ βγάλω ἀπὸ παντοῦ τὴν παράξενη λέξη Γραικός, ἀντὶς τὸ Ῥωμιὸς τὸ κυριολεχτικό, ποὺ δὲν τολμοῦσα φαίνεται νὰ τὸ γράψω, πού δὲν εἶχε τότες καὶ πολλὴ πέραση, μὰ ποὺ σήμερα νομίζω πὼς μαζί μὲ την ἱστορική του σημασία καὶ ἀξία, τοῦ δώσαμε κάποια ποίηση. Στὸ ἀφτί, ὅταν τἀφτί μας ἀκούει δίχως πρόληψη καὶ πάθος, ἡ λέξη Ῥωμιὸς εἶναι καὶ πολὺ ὄμορφη, ἔχει δική της ἁρμονία, γιατὶ πρέπει νὰ πῆ τὸ λόγο της κ’ ἡ τέχνη, ὄχι πάντα καὶ πάντα ὁ δασκαλισμός.