Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/12

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
4
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

νια τους ἢ τρισεγγόνια· ὁ ἀέρας δὲν τὰ πειράζει ἀκόμη κ’ ἔρχουνται ἥσυχα καὶ γελαστά, νὰ σεργιανίσουνε, νὰ γλεντίσουνε, νὰ ζήσουνε στὰ πέλαγα τἀφρολουλουδιασμένα, ποὺ μοιάζουνε σὰν ἀπέραντα δροσάτα περιβόλια· ἐκεῖ λούζουνται τὰ ψαράκια, πηδοῦνε, κυνηγιοῦνται, ἀναγαλλιάζουνε μὲ τὸ φῶς τοὐρανοῦ, ὥςπου νὰ τὰ πάρῃ, ἀγάλια ἀγάλια, στρῶμα στρῶμα, τὸ ῥέμα τὸ σιγανοκατέβατο, νὰ τἀποθέσῃ χαμηλὰ στὶς πρωτόπλαστες ἀμμουδιές, ὅπου δοξασμένα καὶ πελώρια κοιμοῦνται, καὶ φαίνεται πὼς μήτε νοιώθουνε τὸν αἰώνα ποὺ περνᾷ.

Ἑμεῖς σ’ ἀφτὰ πήγαμε, βουτήξαμε ὡς τὰ βάραθρα, μὴν ξεδιακρίνοντας τὸ χάος ἀπὸ τὴν ἀβγή. Τί λέγαμε; Ὁ ἥλιος μας θὰ τὰ φταίῃ, ποὺ μᾶς ἀποσκεπάζει καὶ τὰ φανερά. Δὲν εἴδαμε τὰ ψαράκια ποὺ χαίρουνται τὴν ὕπαρξή τους· δὲν εἴδαμε τἀπογόνια μὲ τὴν ἀληθινὴ προγονικιὰ ζωὴ ποὺ μέσα τους σώζεται. Δὲν εἴδαμε τὸν ἑαφτό μας.

Κι ὅσο κοίταζα τὰ πρόσωπα, κι ὅσο ἔβλεπα τοὺς ἀθρώπους, δὲν ξέρω τί παράξενη ἔκφραση ζουγραφιζότανε ἀπάνω τους, ἔκφραση σοβαρὴ συνάμα καὶ ξέθαῤῥη, κατσουφιασμένη καὶ γελαστή, τραγικῂ καὶ μαργιόλικη, ἕξυπνη καὶ βουβή, σὰν παιδιὰ ποὺ κάνουνε τοὺς γέρους.

Κάμποσο τὰ κοίταξα ὡςτόσο τὰ πρόσωπα· κοίταξα κάμποσο καὶ τοὺς ἀθρώπους. Τουλάχιστο προσπάθησα ὅλους νὰ τοὺς κοιτάξω κι ὅλα νὰ τὰ δῶ. Βρῆκα τὶς προάλλες στὰ χαρτιά μου τὰ σημειωματάρια ποὺ γιόμιζα τότες μέρα τὴ μέρα μὲ λογιῶ λογιῶνε ἀκουστὰ καὶ εἰδωτά. Κατόπι, ἂν ἡ Ἑλλάδα δείξῃ στὸ τέλος περιέργεια περισσότερη καὶ περισσότερη ἀγάπη γιὰ τὴν ἐθνική της τὴ γλώσσα καὶ γιὰ τὴ δουλειὰ ποὺ κάμαμε, ὥςπου νὰ τὴν κανονίσουμε καὶ κανονισμένη πιὰ νὰ τῆς τὴν καθιερώσουμε τὴ γλώσσα τὴν ἐθνική, ὅσοι τύχῃ καὶ διαβάσουνε κατόπι τὰ σημειώματά μου ἐκεῖνα, θα καταλάβουνε πὼς εἶχα τοὺς λόγους μου ὅταν ἔγραψα τὸ