Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/99

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
97

Ἀπάνω στὰ ἔλατα ἔπεφτε κόκκινο φῶς ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἀπόδειξη πὼς ἦταν ἀργὰ καὶ πρέπει νὰ γυρίση πίσω. Νὰ πάη πάλι στὸν ἔλατο; Χρειάζεται νὰ ξαναπεράση ὅλο τὸ δρόμο ποὺ εἶχε κάμει· ν’ ἀνεβῆ ὅσον κατήφορο κατέβηκε, καὶ νὰ κατεβῆ ὅσον ἀνήφορο ἀνέβηκε.

Τὰ παιδιὰ ὅμως θὰ ἔχουν φύγει τώρα καὶ θὰ τὸν ζητοῦν παντοῦ. Μήπως ἔρχονται πρὸς τὰ ἐδῶ;

Ἔβγαλε μιὰ φωνὴ ὁ Φάνης.

Δὲν ἄκουσε τίποτα. «Θὰ γύρισαν, φαίνεται, στὸ μύλο» εἶπε μέσα του καὶ ξαναφώναξε:

«Κωστάκη, Μαθιέεεε..., παιδιάααα».

Ἔβαλε τὸ αὐτί του, καὶ ἀφουγκράστηκε σ’ ὅλη τὴν ἐρημιά.

Μέσα στὴ σιωπὴ ἄκουσε μιὰ βοὴ μακρινή, ἕνα φύσημα, σὰν ἀπὸ ἀέρα, σὰν ἀπὸ νερό. Αὐτὴ ἡ βοὴ ἐρχόταν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τοῦ βράχου κι ἀπὸ χαμηλά.

Ὁ Φάνης πῆγε ἀπὸ κεῖ καὶ κοίταξε. Εἶδε ἀριστερά του μιὰ ἀπότομη καὶ βαθιὰ κλεισούρα. Καὶ κάτω στὸ βάθος εἶδε νὰ σχηματίζεται μιὰ ρεματιά.

Εἶδε ἀκόμη νὰ πετιέται ἀπὸ τὴ σκισμάδα ἑνὸς γκρεμοῦ καὶ νὰ χύνεται στὴ ρεματιὰ ἄφθονο νερό, χοντρὸ σὰν τὴ ρίζα ἑνὸς δέντρου. Ἔπεφτε ἀπὸ μιὰ ὀργιὰ ψηλὰ ὅλο μαζὶ μὲ ὁρμή, κι ἔκανε πολλὴ βοή.

Πράσινα δέντρα πολλὰ καὶ φουντωμένα ἔκρυβαν τὴ ρεματιά. Καὶ πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα ξεχώρισε ὁ Φάνης ἄσπρα σπίτια.

Ἄ, τί χαρά! Νὰ λοιπόν, θὰ ἰδῆ ἀνθρώπους.


Ξεκινᾶ χωρὶς νὰ χάνη καιρό.

Πηγαίνει ἀπὸ μονοπάτια, τὰ χάνει, βρίσκει ἄλλα· κα-