Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/97

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
95


47. Γιὰ τὸν ἥλιο ποὺ βασιλεύει.

Ὁ Φάνης εἶχε σταθῆ λίγο παρακάτω ἀπὸ τὸν ἔλατο· ἤθελε νὰ κόψη μιὰ βέργα.

Ἀπὸ κεῖ ποὺ στάθηκε, κοίταξε μακριὰ ὅπως πάντα. Εἶδε τὶς κρεμαστὲς κατηφοριές, τὶς φυτεμένες ἀπὸ πεῦκα καὶ ἴσια ἔλατα, καὶ τότε τὸν ἔπιασε μιὰ ἐπιθυμία νὰ πάη κάπου ἀλλοῦ· νὰ δῆ νέους τόπους μακρινοὺς ἀπὸ ψηλά.

Μέρες τώρα συλλογίζεται ν’ ἀνεβῆ σ’ ἕνα πολὺ ψηλὸν τόπο καὶ ν’ ἀγναντέψη τὸν ἥλιο ποὺ θὰ βυθίζεται στὴ θάλασσα.

«Τί νὰ φαίνεται ἀπὸ κεῖνο τὸν ὄρθιο βράχο ἐκεῖ πέρα; Ἴσως κάποιο πέλαγος, λέει μὲ τὸ νοῦ του.... ἴσως πολιτεῖες, χωριὰ μὲ τὰ καμπαναριά τους.... Τί παράξενος βράχος! Πῶς στέκει! Ἀνέβηκε κανένας ἄλλος ἐκεῖ;»

Θ’ ἀνεβῆ ὁ Φάνης.


Τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἐζητοῦσαν οἱ ἄλλοι, αὐτὸς ἦταν μακριά. Πήγαινε, ὅλο πήγαινε.

Ἄν τὸν ἔβλεπε κανένας, θὰ ρωτοῦσε: «Ποῦ πάει αὐτὸ τὸ παιδὶ μοναχό του;»

Ὁ Φάνης δὲν κοίταζε στὸ δρόμο τίποτα. Οὔτε τὰ δέντρα πρόσεχε, οὔτε τὶς γουστέρες ποὺ τρύπωναν στὰ χαμόκλαδα, πράσινες σὰ φρεσκοβαμμένες.

Ἕνας κότσυφας κατάμαυρος ἦρθε μὲ τὴν κίτρινη μύτη του καὶ στάθηκε μπρός του σ’ ἕνα κλαδί. Ἄλλη φορὰ τί χαρὲς θὰ ἔκανε γι’ αὐτὸν ὁ Φάνης! Πῶς θὰ ἤθελε νὰ τὸν εἶχε στὸ κλουβί! Τώρα μόλις τὸν κοίταζε.

«Θ’ ἀνεβῶ, συλλογιζόταν, στὴν κορφή. Θὰ δῶ τὸν ἥλιο