Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/9

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
7

Μὲ τὰ βαριὰ σακούλια τους μοιάζουν τοὺς μαστόρους καὶ τοὺς πραματευτάδες ποὺ ἔρχονται κάτω στὴν πόλη.
«Παπούτσια νὰ μπαλώωω...!»

Ὅλους τοὺς θυμοῦνται αὐτὴ τὴ στιγμή, ὅλους τοὺς παραστένουν ἕναν ἕνα, ὅπως εἶναι, ὅπως περπατοῦν, ὅπως φωνάζουν.

Ὁ Δημητράκης κάνει τὸ χαλκωματὰ καὶ φωνάζει: «Χαλκώματα νὰ γανώωω...»

Ὁ Κωστάκης τὸν μπαλωματή: «παπούτσια νὰ μπαλώωω...»

Ὁ Γιῶργος πάλι παραστένει τὸν τροχιστή: «μαχαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες, γι’ἀκόοο...»

Ὁ Φάνης θυμήθηκε ἕναν πραματευτὴ ποὺ τὸν εἶχαν ξεχάσει. Πουλεῖ τὰ βοτάνια, τὴ ρίγανη καὶ τὰ χορταρικά· τὸν λένε κορφολόγο καὶ φωνάζει: «κάπαρη, καλὴ κάπ——»


Μέσα σ’ αὐτὰ τὰ γέλια ὁ Καλογιάννης θυμήθηκε τὸ «Τσιριτρό» κι ἄρχισε νὰ τραγουδῆ. Ὅλη ἡ συνοδεία πῆρε τὸ γελαστὸ τραγούδι καὶ τὸ ἔλεγε χτυπώντας τὰ ραβδιὰ στὴ γῆ: