Τὰ πλατάνια στὴ μιά της καὶ στὴν ἄλλη ὄχθη χαίρονταν τὸ νερό. Ἄλλα δέντρα ἔσκυβαν ἀπὸ τὶς πλαγιὲς νὰ πιοῦν.
Τὸ ρέμα ἐκεῖ κοντὰ πλάταινε καὶ σχημάτιζε μιὰ δεξαμενή, ποὺ ἔβλεπες καὶ τὸ τελευταῖο λιθαράκι μέσα.
Ἀλλοῦ εἶχε σκαλοπάτια ἀπὸ γυαλιστερὰ λιθάρια. Τὸ νερὸ κατέβαινε τὰ σκαλοπάτια καὶ σχημάτιζε ἄσπρους καταρράχτες.
Ὥσπου νὰ καλοκοιτάξουν τὰ παιδιά, εἶδαν τὸν Πάνο γδυτὸ νὰ μπαίνη στὸ νερό.
«Μή, μή!» τοῦ φώναξανˑ «θὰ κρυώσης. Ἔβγα ἔξω!».
Ὁ Πάνος ἔμπαινε πάρα μέσα. Χτυποῦσε τὰ χέρια του στὸ νερό, ἔλουζε τὸ κορμί του, βουτοῦσε καὶ τὸ πρόσωπό του. Γελοῦσε καὶ τίναζε στάλες στὸν ἀέρα.
«Φοβάστε! Οὔ, φοβάστε!» φώναζε, καὶ τοὺς πετοῦσε νερό.
Ὁ Κωστάκης ἄρχισε νὰ βγάζη τὰ ροῦχα του. Στάθηκε γυμνὸς στὴν ὄχθη.
«Θὰ πέσης, Κωστάκη; Πέσε! Ἐμπρός, θάρρος! Ἂμ δὲ θὰ πέσης!» τοῦ φώναξαν.
Ὁ Κωστάκης ἔβαλε τὸ πόδι του στὸ νερό, μὰ σταμάτησε φοβισμένος· τὸ βρῆκε κρύο. Θέλησε νὰ φύγη, μὰ ὁ Πάνος ἁρπάζοντάς τον ἀπὸ τὸ χέρι τὸν τράβηξε μέσα καὶ τὸν ἐβούτηξε ὅλον.
Ὁ Κωστάκης μὲ τὴν πρώτη βουτιὰ ξαφνίστηκε. Τοῦ φάνηκε πὼς πούντιασε καὶ χάθηκε! Ἀμέσως ὅμως κατάλαβε πὼς τὸν κρύωνε ὁ φόβος του, ὄχι τὸ νερό. Στὴν ἀρχὴ ἔνιωσε ψύχρα, τώρα αἰσθάνεται δροσιὰ καὶ εὐτυχία. Πετοῦσε νερὸ στοὺς ἄλλους.