Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/87

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
85

»Ἅγιε τὸ δρόμο δὲν τὸν βγάνω
—μὲ τί καρδιά;—
Θέλω νὰ πέσω νὰ πεθάνω,
ἐδῶ κοντά».

6

Πέφτει σὰ δέντρο ἀπ’ τὸ πελέκι...
Βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε τὸ δάσος,
πολὺ μακριά.



Ἐκεῖ τριγύρω οὔτε χορτάρι
φωνὴ καμιά.
Στ’ ἀγκάθια πέθανε, στὸν κάμπο,
στὴν ἐρημιά.



44. Τὸ λουτρό.

Ἀπ’ ὅλα τὰ παιδιὰ ὁ Πάνος χαίρεται περισσότερο τὸ νερό. Αὐτὸς κάθεται στὴ βρύση ἀπὸ κάτω μὲ τὸ κορμὶ γδυτὸ καὶ λούζεται. Ἂν βρῆ καμιὰ στέρνα στὸ δρόμο, μπορεῖ νὰ γδυθῆ καὶ νὰ βουτήξη.

Ὁ κὺρ Στέφανος τὸν ἔβγαλε Κοτσυφοπάνο.

Ὁ κότσυφας δὲν εἶναι τὸ πουλὶ ποὺ τρελαίνεται γιὰ τὸ νερό; Ὅταν ἀκούση νερὸ νὰ τρέχη, κελαηδεῖ μέσα στὸ κλουβί. Κι ὁ Πάνος ἂν ἀκούση νερό, πηδᾶ καὶ χαίρεται.

Μόλις ἄκουσε πὼς θὰ πᾶνε στὸ μύλο ν’ ἀλέσουν, τί χαρὲς ἔκαμε!

«Ἐγώ, εἶπε, δηλώνω γιὰ μυλωνάςˑ ἐγώ!»

Συλλογίζεται ἀπὸ τώρα νὰ καθίση γδυτὸς στὴ βροχὴ τοῦ