Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/85

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
83

»Πότε ξεκίνησα; Εἶναι μέρες...
γιὰ δυὸ, γιὰ τρεῖς...
Ὁ νοῦς μου σήμερα δὲν ξέρω,
τ’ εἶναι βαρύς».



—«Νὰ μιὰ βρυσούλα, πιὲ νεράκι,
νὰ δροσιστῆς».
Σκύβει νὰ πιῆ νερὸ στὴ βρύση,
στερεύει εὐθύς.

3

Οἱ μέρες πέρασαν κι οἱ μῆνες,
φεύγει ὁ καιρός·
στὸν ἴδιον τόπο εἶν’ ὁ Γιάννης
κι ἂς τρέχη ἐμπρός...



Νὰ τὸ χινόπωρο, νὰ οἱ μπόρες!
μὰ ποῦ κλαρί;
Χτυπιέται ὀρθὸς μὲ τὸ χαλάζι,
μὲ τὴ βροχή.

4

«Γιάννη, γιατί ἔσφαξες τὸ δέντρο
τὸ σπλαχνικό,
πούρριχνεν ἴσκιο στὸ κοπάδι
καὶ στὸ βοσκό;»



»Ὁ πεῦκος μίλαε στὸν ἀέρα
—τ’ ἀκοῦς; τ’ ἀκούς;—
καὶ τραγουδοῦσε σὰ φλογέρα
στους μπιστικούς.