Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/81

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
79

Μὰ καὶ τὰ παιδιὰ ποτὲ δὲν ἔλεγαν πὼς θὰ ἔβρισκαν ἐκεῖ ἀπάνω τόσο καλὴ ἀδερφή.

Ἐδῶ καὶ τρεῖς μέρες τοὺς εἶπε τὸ πιὸ καλὸ παραμύθι. Εἶπε γιὰ ἕνα κάστρο ποὺ εἶχε πόρτες ἀτσαλένιες καὶ κλειδιὰ ἀργυρά· γιὰ τῆς Ὡριᾶς τὸ κάστρο.


Προχτὲς τραγούδησε στὸ Φάνη καὶ στὸ Δημητράκη ἕνα τραγούδι ποὺ ἄρχιζε μὲ τὰ λόγια: «Ἀπόψε νειρευόμουνα». Τὸ εἶπε χαμηλοβλέποντας καὶ κοιτάζοντας τὴ ρόκα.

Ἀπόψε νειρευόμουνα
—μητέρα, μητερίτσα μου—

ψηλὸν πύργον ἀνέβαινα,
σὲ περιβόλι ἔμπαινα·

καὶ δυὸ ποτάμια μὲ νερό,
—ξήγα, μητέρα μ’, τ' ὄνειρο!...



Νὰ εἶχε δεῖ καὶ κείνη τέτοιο ὄνειρο; Ἦταν κάτι λυπητερὸ σ’ αὐτὸ τὸ τραγούδι. Μὰ ὅταν τὸ τελείωσε, χαμογέλασε. Κι ἅμα ἡ Ἀφρόδω χαμογελάση, ὅλα εἶναι καλά.


Τόσο τὴν ἔχουν ἀδερφή, ποὺ σήμερα τὴν ἔβαλαν σὲ ράψιμο.

«Ράψε, Ἀφρόδω, τοῦτο τὸ κουμπί».

—«Ράψε μου τὸν ἀγκῶνα ποὺ σκίστηκε».

Ὅσο κι ἂν εἶχαν μάθει στὴν ἐρημιὰ νὰ ράβωνται μόνοι τους, ἤθελαν τὸ ράψιμο τῆς Ἀφρόδως. Πάντα πιὸ καλὰ ράβουν οἱ γυναῖκες.