πὼς θὰ τὰ προσέχη ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται, πὼς θὰ τοὺς κάνη ὅσες εὐκολίες μπορεῖ καὶ θὰ τοὺς φέρνη νέα τους συχνά, ποὺ θὰ κατεβαίνει στὴν πόλη.
«Χαλκώματα νὰ γανώωω...»
Μόνο ἔτσι κατώρθωσαν νὰ πάρουν τὴν ἄδεια. Πέρασαν δυὸ τρεῖς μέρες ὥσπου νὰ ἑτοιμαστοῦν, καὶ τέλος ἕνα πρωὶ τὸ μεγάλο καὶ ζωηρὸ καραβάνι ξεκίνησε.
Πᾶνε στὰ ψηλὰ βουνά. Εἶναι εἰκοσιπέντε παιδιά. Τὰ δεκαπέντε πήγαιναν πεζῆ. Τὰ δέκα καβάλα στὰ φορτωμένα μουλάρια, ποὺ τὰ ὁδηγοῦν τρεῖς ἀγωγιάτες. Ἀκολουθοῦσε ὁ κὺρ Στέφανος, καβάλα στὴν κόκκινη φοράδα του.
Καὶ τὰ εἰκοσιπέντε παιδιὰ ἔγιναν ἀγνώριστα. Κρατοῦν ἀπὸ ἕνα ραβδί. Σακούλια καὶ παγούρια τοὺς κρέμονται στὴν πλάτη. Φοροῦν μεγάλες ψάθες καὶ χοντρὰ παπούτσια.
Εἶναι ντυμένα γιὰ νὰ ζήσουν σὲ βουνό. Τὸ ἴδιο ροῦχο θὰ φορεθῆ βράδυ καὶ πρωί, θὰ παλέψη μὲ ἀγκάθια καὶ μὲ πέτρες, θὰ σκίζεται καὶ θὰ μπαλώνεται. Τίποτα καινούριο δὲ φοροῦν.
Τί ἁπλὰ παιδιὰ ποὺ ἔγιναν!