Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/73

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
71

Ὁ Μπαρµπακώστας ξύπνησε σήμερα καλύτερα. Τὴ νύχτα εἶχε πόνους, µὰ τὸ δέσιμο τῆς πληγῆς του µὲ καθαρὸ ἐπίδεσμο καὶ τὸ ἀντισηπτικὸ ἔφεραν ἀποτέλεσµα.

Τὰ παιδιὰ τοῦ ἔφεραν ἀπὸ τοὺς βλάχους µιὰ µεγάλη κούπα γάλα καὶ τὴν ἤπιε σιγὰ σιγά. Ὕστερα βγῆκε ἔξω στὸν καθαρὸ ἀέρα καὶ κουβέντιαζε. Νὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀγάπησε τὸ δάσος!


«Ὀ Μπαρμπακώστας

Πουρναρίτης εἶναι κι ὁ Μπαρµπακώστας. Ἄν ζοῦσε κι αὐτὸς µὲ λαθραία ξυλεία, τί θὰ κέρδιζε; θα ἦταν κλέφτης, χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε πιὸ ἥσυχος οὔτε πιὸ πλούσιος.