Στάθηκε, ἄναψε τὴν ἴσκα του, τὸ τσιγάρο του, καὶ µάλωσε τὸ σκύλο ποὺ τὸν ἄφησε κι ἔφυγε. Αὐτὸ στ’ ἀστεῖα. Γιατὶ στὰ σοβαρά, εἶπε στὰ παιδιὰ πὼς τοὺς χάριζε τὸν Γκέκα. Ἕνας σκύλος, λέει, πάντα τοὺς χρειάζεται.
Κατὰ τὶς ἐννιὰ τὸ βράδυ ἀκούστηκαν βήματα ἑνὸς ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος πλησίασε καὶ καλησπέρισε. Μὰ φαινόταν ἀνήμπορος.
Ὅταν ἦρθε στὸ φῶς, τὸν εἶδαν µατωµένο. Αἵματα εἶχαν τρέξει ἀπὸ τὸ κεφάλι του στὸ ἀνοιχτό του στῆθος, στὸ ροῦχο του, κι ἔτρεχαν ἀκόμη.
Ὁ Γεροθανάσης τινάχτηκε ἀπάνω. «Ἐσύ’σαι, Κώστα;» φώναξε.
—«Ἐγώ» εἶπε ἐκεῖνος ἀδύνατα· «βάλτε µου κανένα πανί». Κι ἔγειρε κι ἀκούμπησε στὸ δέντρο.
«Ὄχι ἐδῶ, εἶπε ὁ Γεροθανάσης, στὴν καλύβα πᾶμε». Καὶ ζήτησε γρήγορα νερὸ καὶ πανί.
Τὰ παιδιὰ εἶχαν δειλιάσει, καὶ πολλὰ χλόμιασαν· δὲν εἶχαν δεῖ ἄλλη φορὰ πληγωμένο. Ὅλη τους ἡ σημερινὴ χαρὰ χάθηκε ξαφνικά.
Ὁ Ἀντρέας ὅμως δὲν ἔχασε καιρό. Σὲ τέτοιες στιγµές ἐνεργοῦν αµέσως. Ἅρπαξε τὸ φανάρι κι ἔφεξε στὸ Γεροθανάση καὶ στὸν πληγωμένο, γιὰ νὰ µποῦνε στὴν καλύβα.
Παράγγειλε στοὺς ἄλλους νὰ τρέξουν στὴ βρύση γιὰ νερό. Ἔπειτα πῆρε δεύτερο φανάρι ἀναμμένο, ἔτρεξε στὴν καλύβα μὲ τὰ τρόφιµα, ἔσκισε ἕνα δέμα, κι ἔβγαλε ἀπὸ κεῖ µέσα µερικὰ πράματα.
Ἦταν ἐπίδεσμοι, μπαµπάκι καὶ ἀντισηπτικό, τὰ πρῶτα