Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/63

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
61

Νὰ τὸν ἐμάθαιναν καὶ τὸ Λάμπρο! Νὰ ἡ ὥρα. Ἄν τὰ μάθη, τάμαθε· τώρα, τοῦτο τὸ βράδυ.

«Φτάνει γι’ ἀπόψε, Λάμπρο» τοῦ λέει ὁ Φάνης. «Δὲ μαθαίνονται ὅλα μαζί. Τώρα νὰ διαβάσης τὸ χαρτὶ μοναχός σου, κι αὔριο πάλι θὰ δοῦμε τί ἔμαθες».



28. Τί εἶδε ὁ Λάμπρος ὅταν τελείωσε τὸ μάθημα.

Ὁ Λάμπρος ὑπάκουσε σὰν καλὸς μαθητής. Μὰ ὅταν σήκωσε τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὸ χαρτὶ καὶ κοίταξε γύρω, πήδησε σὰ νὰ τὸν κέντρισαν οἱ σφῆκες.

Τὰ γίδια εἶχαν φύγει! Μόλις κατάλαβαν πὼς ὁ τσοπάνης εἶχε τὸ νοῦ του ἀλλοῦ, σκόρπισαν στοὺς ψηλοὺς γκρεμούς.

Πολὺ λίγα εἶχαν μείνει κάτω. Τὰ πιὸ πολλά προχώρησαν ἀπάνω στὸ μεγάλο βράχο· ἄλλα εἶχαν χαθῆ στὶς σκισμάδες του, ἄλλα εἶχαν σκαρφαλώσει στὰ κοτρόνια.

Πέντ’ ἕξι, τὰ τρελότερα, τὰ εἶδε ὁ Λάμπρος ἀνεβασμένα ψηλὰ στὴν κορφή.

Στὸ ἡλιοβασίλεμα, καθὼς λιγόστευε τὸ φῶς, φαίνονταν ἴσκιοι μαῦροι ἀπάνω στὸν οὐρανό, καθὼς ἡ μαύρη μελάνη ἀπάνω στὸ χαρτί. Ἀπὸ κεῖ ἀπάνω ἀτάραχα κοίταζαν τὸ Λάμπρο, σὰ νὰ τοῦ ἔλεγαν:

«Τί καλὰ ποὺ κάνεις νὰ διαβάζης τὴν ἄλφα!»

Τότε ὁ τσοπάνης ἄρχισε τρελὸ τρέξιμο, σφῦριγμα καὶ πετροβόλημα.