«Τί κάνει ἡ Ἀφρόδω, καλὰ εἶναι; ὁ παππούλης;»
—«Καλὰ, κὶ σὶ χαιρετᾶν!»
Τέσσερες λέξεις κιόλας. Ὁ Δῆμος κι ὁ Φάνης κάθισαν.
27. Ἕνα σχολεῖο ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περίμενε κανένας.
Ὕστερα ἀπὸ λίγες στιγμὲς ὁ Λάμπρος, ὀρθὸς καθὼς ἦταν, ρώτησε:
«Ποῦ τόχετε τὸ χαρτί;»
—«Ποιὸ χαρτί;» ρώτησαν τὰ παιδιά.
—«Νά, τὸ χαρτί ποὺ σᾶς μαθαίνει τὰ γράμματα».
—«Τὸ βιβλίο θέλεις νὰ πῆς; Τὸ ἔχομε στὸ σπίτιˑ τί νὰ τὸ κάνωμε δῶ. Ἔχομε, βλέπεις, διακοπές».
—«Τ’ εἶν’ αὐτὲς οἱ διακοπές; πράματα;»
—«Ὄχι, Λάμπροˑ θέλομε νὰ ποῦμε πὼς τὸ καλοκαίρι δὲν ἔχομε σχολεῖο· λοιπὸν δὲν ἔχομε καὶ χαρτιὰ κοντά μας. Τὸ θέλεις τίποτα τὸ βιβλίο;»
Δὲ μίλησε. Μὰ σὰν ἔσκαψε πάλι τὸ χῶμα δυὸ τρεῖς φορὲς μὲ τὴν πατούσα του καὶ ξεροκατάπιε, εἶπε ξαφνικὰ καὶ δυνατά:
«Μὲ μαθαίνετε τὴν ἄλφα;»
—«Ποιός, ἐμεῖς;»
—«Ἂμ ποιός! Ἐσεῖς ποὺ ξέρετε τὰ γράμματα».
Τὰ δυὸ παιδιὰ κοιτάχτηκαν καὶ σὰ νὰ συνεννοήθηκαν μονομιᾶς, ἀπάντησαν καὶ τὰ δυό:
«Ἀκοῦς λέει, Λάμπρο!»
—«Τώρα κιόλας» εἶπε ὁ Λάμπρος.
—«Τώρα δά; Μὰ δὲν ἔχομε βιβλίο».
—«Ἔχω γώ».